![]() |
Αλ Μάζαρικ / Ζωγραφιά: Γιώτα Παναγιώτου |
Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014
Al Masarik / Τρία ποιήματα
Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013
Phil Shoenfelt / ένα ποίημα μέσα από το “Μαγδαληνή 2”
![]() |
Εξώφυλλο: Katerina Pinosova |
Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013
Al Masarik / Τελευταία Ξύπνησα μες στη Νύχτα
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013
William Blake / Ο Κήπος της Αγάπης
Κυριακή 12 Αυγούστου 2012
Patti Smith reading Poetry / New York, 1971
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η Patti Smith μετακόμισε στην Νέα Υόρκη για να συγκατοικήσει με τον περίφημο φωτογράφο Robert Mapplethorpe. Ο τελευταίος έγινε γνωστός αργότερα για τα ασπρόμαυρα πορτραίτα διάσημων μουσικών που τραβούσε καθώς και τις φωτογραφήσεις αντρικών γυμνών την δεκαετία του ’80. Άλλωστε ήταν εκείνος ο υπεύθυνος για την φωτογράφηση του εξωφύλλου του «Horses» όπου απεικονίζει την Patti Smith να κρατά το μαύρο σακάκι της και να κοιτά αγέρωχα μπροστά στο φακό. Για την ιστορία να αναφέρουμε πως 21 χρόνια μετά και στον δίσκο της «Gone Again» η Smith ξαναφωτογραφίζεται κρατώντας πάλι στον ώμο της ένα μαύρο σακάκι, αλλά αυτή τη φορά σε αντίθεση με το Horses» το κεφάλι της είναι σκυμμένο προς τα κάτω, τα πάντα είναι μαύρα και ακολουθούν τους θανάτους του άντρα της Fred Smith, του αδερφού της, του Mapplethorpe, του Kurt Cobain και του αδικοχαμένου Jeff Buckley καθώς κι όλων εκείνων των φίλων που έφυγαν από δίπλα της και «στοίχειωσαν» έναν από τους καλύτερους δίσκους της καριέρας της. Επιστροφή και πάλι λοιπόν στα τέλη των sixties και η Patti Smith ξεκινά να αποκτά μια φήμη στους τότε λογοτεχνικούς νεοϋορκέζικους κύκλους με το άγριο, χιμαιρικό γράψιμό της, και την αντισυμβατική γνησιότητά της. Θα γνωριστεί με τον σπουδαίο θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό Sam Shepard και μαζί θα γράψουν αλλά και θα παίξουν το 1971 σε underground θεατρικές σκηνές το «Cowboy Mouth». Είναι η ιστορία ενός «παρανοϊκού» ζευγαριού που ζουν μαζί μέσα στην αμαρτία και στις παλαβές σκέψεις που κρύβονται μέσα στα κεφάλια τους. Ένα έργο που στην ουσία μιλάει για το «αμερικανικό όνειρο» και την απόλυτη αποχαύνωση που προσφέρει σε κάθε πολίτη. Η Patti Smith παράλληλα ξεκινά να κυκλοφορεί ποιήματά της σε μικρούς εκδοτικούς οίκους και μαζί με τα διάφορά της άρθρα – κριτικές για την ροκ κουλτούρα εξαπλώνει την φήμη του κοριτσιού με την οργιαστική πέννα και το αγοροκοριτσίστικο παρουσιαστικό.
Είναι το 1971 και η μια βραδιά απαγγελίας ποίησης στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου στη Νέα Υόρκη θα σηματοδοτήσει το ξεκίνημα των πάντων για την Patti Smith. Ο κιθαρίστας και τότε ροκ κριτικός γραφιάς Lenny Kaye θα συνοδεύσει εκείνη τη βραδιά την Smith σε τρία τραγουδοποιήματα. Οι δυο τους θα δουν πως έχουν μια σπάνια χημεία μεταξύ τους καθώς και τα ίδια ακούσματα. Δυο χρόνια αργότερα θα βρεθούν και πάλι μαζί πάνω στη σκηνή για μια συναυλία φόρο τιμής στον Αρθούρο Ρεμπώ. Το ιδανικό «πάντρεμα» ήταν εκεί και το ξεκίνημα που θα έφερνε τις κατοπινές ποιητικές μουσικοραφές, τα οργιώδη κυλίσματα στο πάτωμα του ιστορικού club CBGB κι όλα εκείνα που μας χάρισε και μας χαρίζει η «γιαγιά του πανκ» είχαν βάλει μπροστά. Το 1974 θα έρθει να κάτσει στα πλήκτρα και ο Richard Sohl για να ολοκληρωθεί η πρώτη μορφή της μπάντας ενώ όλα τα υπόλοιπα από εκεί και πέρα είναι μια γνωστή και παιδεμένη μουσική ιστορία που συνεχίζει να απαγγέλει στίχους, να μακελεύει ήχους και καμιά φορά, αν όχι πάντα, να χτυπιέται στους τοίχους.
Κατέβασε ΕΔΩ εκείνη την ιστορική βραδιά του 1971 και άκου από κάτω το Constantine’s Dream από το φετινό Banga που περιγράφει το όνειρο του εν λόγω κυρίου που απεικονίζεται στον διάσημο πίνακα του Pierro della Francesca.
Τρίτη 8 Μαΐου 2012
Hangman… by Maurice Ogden
Το ποίημα του Ogden είναι επηρεασμένο από κάποιες δηλώσεις του γερμανού, αντί ναζί πάστορα, Martin Niemoller, όπου την περίοδο του χιτλερισμού, έλεγε: «Πρώτα ήρθαν για τους κουμουνιστές αλλά δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν κουμουνιστής. Ύστερα ήρθαν για τους εργάτες των συνδικάτων αλλά δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν εργάτης των συνδικάτων. Ύστερα ήρθαν για τους Εβραίους αλλά δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Ύστερα ήρθαν για μένα και δεν υπήρχε κανένας να μιλήσει για μένα». Το ποίημα μιλάει ξεκάθαρα γι’ αυτούς που μένουν με σταυρωμένα τα χέρια και την δεκαετία του ’50 χρησιμοποιήθηκε αρκετά εναντίον του Μακαρθισμού. Το 1964 οι Les Goldman και Paul Julian «πήραν» το ποίημα του Maurice Ogden κι έφτιαξαν ένα υπέροχο animation γεμάτο κυνισμό, δείχνοντας απλά κι όμορφα την παράνοια που διέπει μερικούς από το ανθρώπινο είδος. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Ολόκληρο το ποίημα μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012
Ο Σουγιάς... του C.R Avery
Της αγόρασα ένα κουκλόσπιτο κι έναν σουγιά
Κρατάει το κουκλόσπιτο στο δωμάτιο με τα υπόλοιπα παιχνίδια της
αλλά το μαχαίρι μένει στη τσέπη της
κάθε φορά που φεύγει απ’ το σπίτι.
Της είπα,
«Αν ποτέ κανένας άντρας σ’ αναγκάσει ν’ αγγίξεις το πέος του
κομμάτιασέ το, το γαμημένο»
Αυτό δεν είναι μια πράξη βίας,
αλλά ο φεμινισμός στα καλύτερά του
και,
«Αν ποτέ κανένας άντρας προσπαθήσει ν’ αγγίξει το μουνί σου
λιάνισε τα δάχτυλά του και μπήξτα του βαθιά στο λαιμό».
Αυτό δεν είναι το να το παρακάνεις
αλλά η επανάσταση στην καθοριστική της ώρα.
Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012
Η ζωή είν’ωραία του Langston Hughes
άραξα κάτω στην όχθη.
Προσπάθησα να σκεφτώ μα δεν τα κατάφερα
έτσι απλώς πήδηξα μέσα και βυθίστηκα.
Ανέβηκα μια φορά κι ούρλιαξα!
Ανέβηκα μια δεύτερη κι έκλαψα!
Κι αν αυτό το νερό δεν ήταν στ’ αλήθεια τόσο κρύο
ίσως και να’ χα βουλιάξει
ίσως και να’ χα πεθάνει.
Μα έκανε τόσο κρύο σ’εκείνο το νερό! Έκανε τόσο κρύο!
Πήρα τον ανελκυστήρα
ανέβηκα δεκάξι ορόφους πάνω απ’ το χώμα
θυμήθηκα το μωρό μου
και σκέφτηκα πως από ‘κει, θα μπορούσα να πηδήξω κάτω.
Στάθηκα εκεί κι ούρλιαξα!
Στάθηκα εκεί κι έκλαψα!
Κι αν δεν ήταν στ’ αλήθεια τόσο ψηλά
ίσως και να’ χα πηδήξει
ίσως και να ’χα πεθάνει.
Μα ήταν τόσο ψηλά εκεί πάνω! Ήταν τόσο ψηλά!
Αφού όμως είμ’ ακόμα εδώ ζωντανός,
μου φαίνεται πως θα συνεχίσω να ζω.
Θα μπορούσα να είχα πεθάνει για την αγάπη - -
μα εγώ γεννήθηκα για να ζω.
Παρόλο που μπορεί να μ’ακούσεις να ουρλιάζω
και να με δεις να κλαίω
εγώ θα’μαι αλύγιστος, γλυκό μου μωρό,
σαν θα με δεις ποτέ να πεθαίνω.
Η ζωή είν’ωραία! Ωραία σαν κρασί! Η ζωή είναι ωραία!
κι από κάτω η φοβερή μελλοποίηση του αδικοχαμένου Rainer Ptacek
Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012
Passing Stranger: The East Village Poetry Walk
Πριν κάμποσο καιρό, ο δανός ποιητής και ραδιοφωνικός παραγωγός Pejk Malinovski, αποφάσισε να χτίσει έναν ηχητικό χάρτη για την ιστορική περιοχή, περπατώντας τον καθένα αυτού του κόσμου, στους δρόμους και τα μυθικά κτίρια που σαρκώθηκαν όλες αυτές οι αλλαγές, από την δεκαετία του ’50 έως τις μέρες μας. Αφηγητής, αυτής της πεζοπορίας ο Jim Jarmusch όπου με μουσικό χαλί τους avant - garde ήχους του John Zorn μας διαβαίνει σε μια διαδρομή που ξεκινά από την Bowery Street στα δυτικά, περνάει από την Τρίτη Λεωφόρο στα ανατολικά, τραβάει στα νότια στην Bleecker Street για να καταλήξει μετά από μιάμιση ώρα περίπου στο διαμέρισμα του W.H. Auden, στο σπίτι που έζησε άλλοτε ο Allen Ginsberg, καθώς και στο άληστο πια, Bowery poetry club.
Καθ’ όλη αυτή τη διαδρομή των σχεδόν δύο μιλίων και 95 λεπτών, που επικεντρώνεται περισσότερο στη δεκαετία του ’50, ακούμε ποιήματα των Frank O'Hara, Allen Ginsberg, Kenneth Koch, Walt Whitman, Jack Kerouac, John Ashbery, κ.α απαγγελμένα από τους ίδιους ή και από άλλους. Σχολιασμούς και περιγραφές γεγονότων από την punk φιγούρα, Richard Hell, την ποιήτρια Anne Waldman και διάφορους άλλους ποιητές και κριτικούς που τα ‘ζησαν μες στο διάβημα των καιρών.
Μέσα από το site που στήθηκε για την ποιητική βόλτα στο East Village, μπορείς να κατεβάσεις ελεύθερα το ηχοποιητικό αυτό έργο και να περπατήσεις έστω και με το μυαλό σου σε μια εποχή που είχε έρθει για να αλλάξει και να κάτσει για πάντα.
Στην φωτογραφία ο William S. Burroughs με τον Jack Kerouac μέσα απ’ το διαμέρισμα του Allen Ginsberg στο East Village το 1953.
Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011
C R Avery...38 Bar Blues (απόδοση στα Ελληνικά Γιώτα Παναγιώτου)

ΟΙ ΔΥΟ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΡΕΑΛ
Το μαύρο της σουτιέν πάνω στο μπουφέ,
μάλλινο μεταχειρισμένο παλτό στην πλάτη μου.
Ο Άγιος Λαυρέντιος προσεύχεται για έναν ξομολογητή,
Η Αγία Αικατερίνη διαφωνεί και ηγείται της επίθεσης.
Η στρατιά των εργατών μεταναστών είναι έτοιμη.
«Κανένας διάβολος στο Μόντρεαλ!»
Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα,
κάθε μοτέλ το έβλεπε να πέφτει.
Προστατευμένος κάτω στο υπόγειο του καταστήματος υπολογιστών της,
Παρακολουθούμενο από ένα ακριβό μαγαζί,
στην άκρη της Chinatown, νεκρικά ήσυχος,
Προσεύχομαι για τον Άγιο Λαυρέντιο, την Αγία Αικατερίνη και τους μετανάστες του πολέμου.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Ο ήλιος έχει πάει να κοιμηθεί σε μια στοίβα από καλοκαιρινά φορέματα.
Η σελήνη του Μέξικο δεν έχει σηκωθεί απ’το πτυσσόμενό της κρεβάτι
για τη βραδινή βάρδια των μείων 9 βαθμών.
Σε παρακαλώ άναψε τα φώτα στα παράθυρα των διαμερισμάτων του χωριού μας.
Είν’οι μοναδικοί μοναχικοί μας οδηγοί
μέσα απ’το καρβουνιάρικο κρύο των πρόστυχων μυστηρίων της σελήνης.
Θα λάμψουν και θα φωτίσουν μαύρα αξύριστα μπούτια
φτάνοντας μέχρι τα μπλε βασιλικά της εσώρουχα,
περιμένοντας ωραία νεαρά αγόρια που είναι στ’αλήθεια νεαρές λεσβίες
με σουγιάδες κρυμμένους κάτω απ’τους μανδύες τους
για να φωτίσουν τα ορφανά αστέρια.
Κάπνισε δίπλα στο βρεγμένο παράθυρο του τρένου σου.
Η τάξη μου, αυτή της ιστορίας της τέχνης, ζωγράφιζε γυμνές γυναίκες
που θα μπορούσαν να χάριζαν στον Πικάσο μια στύση
και το αιδοίο της Big Momma Horton υγρό.
Καθώς λουζόμαστε σε μισάκριβο κόκκινο κρασί,
όλοι μας εναλλασσόμαστε ως πρότυπα και ως παρατηρητές.
Ο ένας σε αργό στριπτήζ με κόκκινα μάγουλα,
ο άλλος επιστρέφοντας απ’το μπάνιο μη φορώντας τίποτα παρά μονάχα ένα μπομπέ καπέλο.
Κι οι δυο όμορφοι σαν τη ρόδα λούνα πάρκ του Coney Island,
αξιολάτρευτοι σαν αλεπούδες μες στο κοτέτσι.
Έχεις δει ποτέ σου έναν αλήτη γυμνό;
Μοιάζει μ’εκατομμυριούχο.
Απ’το μπαλκόνι του 4ου ορόφου,
μια παραμορφωμένη γάτα γρυλλίζει σ’ένα στενοσόκακο από κάτω,
δίπλα στον ανοιχτόχρωμο μπλε σκουπιδοτενεκέ που γράφει “smells like teen spirit”,
ένα βρώμικο τριαντάφυλλο στα κιτρινισμένα δόντια της
και σύντομα στην πεινασμένη κοιλιά της,
καθώς το μεγαλόστηθο φεγγάρι σκαρφαλώνει τις σκάλες προς το ταχυδρομικό της κουτί.
Γελάει αδιάφορα στο σκοτάδι του σύγχρονου κόσμου,
κατακτώντας το σύμπαν.
Τώρα οι γυναίκες είναι ντυμένες και σιωπηλές σε ξεχωριστά δωμάτια
καθώς ο άντρας κτυπά τη γραφομηχανή στην έξοδο κινδύνου
σαν το Γέρο Χρόνο.
Δυστυχώς, η τάξη που σχεδιάζει δε βασίζεται πια στο λάδι και στη γύμνια
σε μια ζωγραφισμένη όπερα με μολύβι των 3 πεντάρων
της συγκίνησης και της διάφανης ποδιάς.
Μα κοίτα έξω απ’το βρεγμένο παράθυρο του τρένου σου.
Μπορείς να διαβάσεις για μια περίοδο στην ιστορία της τέχνης
η οποία ξεγυμνώθηκε απ’το φως της λάμπας,
εδώ πέρα στο μικρό μας χωριό.
ΑΝΤΡΑΣ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ
Τον ρώτησα αν ήταν μουσικός:
είπε, “Όχι”
"Ωστόσο, γράφω ποίηση.”, πρόσθεσε,
Αργότερα εκείνο το βράδυ
τον ρώτησα πότε άρχισε να γράφει.
“Όταν με παράτησε η γυναίκα μου,” απάντησε,
έπειτα έστρεψε το βλέμμα στη φωτιά καθώς αυτή κροτάλιζε ζεσταίνοντάς μας μες τη βροχή
και πρόσθεσε,
“Ήταν κάπου εκεί γύρω στην ίδια εποχή
Που άρχισα επίσης να κάνω παρέα μ’εγκληματίες".
ΑΡΚΤΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Η γυναίκα μου έχει ένα τατουάζ στην πλάτη
που κανένας δε βλέπει.
Εμφανίζεται μόνο όταν το χέρι μου γλιστρά κάτω απ' το λαιμό της
μέχρι το σημάδι στο δέρμα της από μια σφιχτοδεμένη ζώνη.
Είναι εξαιρετικά λεπτομερές, γιγάντια φτερά πεταλούδας Μονάρχη.
Καθώς κάνουμε έρωτα, φτερουγίζουν σαν έλικας ελικοπτέρου,
ανεμίζοντας τα σώματά μας σαν αρκτικός άνεμος
ή σαν μια ανοιχτή παγωνιέρα.
Καθώς ξαπλώνουμε στο κρεβάτι
κι αφού έχουμε φιλήσει ο ένας τον άλλον στο μέσα μέρος του αυτιού
με το ραδιόφωνο απ' το ξυπνητήρι,
μ’ένα μπουκάλι απαγορευμένο ποτό,
καπνίζοντας ικανοποιημένοι,
βλέπω το μελάνι να τρέχει
στο πορτοκαλί του Halloween
και στο μπλε της μαύρης γλυκόριζας,
στάζοντας κάτω στον γλυκό της κώλο
τον οποίο φυσικά και ζουλάω,
τα φτερά της τώρα κρυμμένα απ’τον κόσμο.
~ ~ ~
Για τον C R Avery τα είχαμε πει κάποτε εδώ σε μια μεταμεσονυχτισμένη γεμάτη μουσική και αλκοοόλ ανάρτηση όταν είχε κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ που έκανε τον Tom Waits να παραμιλάει. Ο ίδιος ο Avery μπορεί βέβαια να ξέρει να παίζει ένα σωρό όργανα μόνος του αλλά αυτό είναι απλά η τρέλα του πάνω στη σκηνή. Ο Avery πάνω απ' όλα είναι ένας ποιητής που του αρέσει να ρολάρει τα λόγια του με μια φυσαρμόνικα και το στόμα του. Φέτος κυκλοφόρησε την δεύτερη ποιητική του συλλογή με 38 μπαρόβια ποιήματα-μπλουζ ιστορίες. Τέσσερα απ' αυτά στη σημερινή ανάρτηση σε απόδοση από τη Γιώτα Παναγιώτου...κι ένα δείγμα απ' τα μουσικά του τερτίπια από κάτω...
Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011
Burroughs The Movie

κλικ στην εικόνα...
Ψηλέ απ' τον βορρά...
Για σένα που με καταλαβαίνεις...
Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011
Το Πρόσωπο στο Πάτωμα του Μπαρ...του Hugh Antoine D'Arcy (απόδοση στα ελληνικά Νίκος Βουτυρόπουλος)

Με εύθυμη παρέα
Που γέμιζε σχεδόν το μπαρ του Τζο
Στη άκρη της πλατείας.
Τραγούδια κι έξυπνες ιστορίες
Φτάναν απ' έξω.
Ένας αλήτης σύρθηκε μέσα
Και στρώθηκε στο πάτωμα.
"Από που ήρθε τούτο;" είπε κάποιος.
"Ο αέρας το έσπρωξε 'δω μέσα".
"Και τι ζητά;" φώναξε ένας άλλος.
"Ουίσκι, ρούμι ή τζιν;"
"Εδώ Τόμπυ, δώσε",
Το στομάχι σου πολλά αντέχει,
Αλλά αυτόν εδώ με τίποτα,
Βρωμιάρης σαν Τούρκος που 'ναι".
Τότε ο αλήτης αυτός ο άθλιος φτωχός έλαμψε με στωική ευγένια
Και χαμογέλασε σαν σκέφτηκε πως
Στο κατάλληλο ήρθε μέρος.
"Ελάτε παιδιά! Ξέρω πως υπάρχουν ευγενικές καρδιές
Σε τούτη την όμορφη συντροφιά,
Ακόμη κι ένας παπάς περήφανος θα ένιωθε,
Αν βρισκόταν με τόσο καλή παρέα.
Ένα ποτό, αυτό θέλω μόνο.
Λεφτά δεν έχω, ξέρετε, τα 'δωσα τη συμμορία να κεράσω.
Το παιδί αυτό ποτέ δεν αργούσε. Τι γελάς σα να σκέφτεσαι;
Η τσέπη αυτή ποτέ δεν κράτησε πεντάρα.
Φτιαγμένος ήμουν κάποτε, φίλοι μου, όπως όλοι σας.
Τις ευχαριστίες μου, αυτό με τόνωσε.
Ευλόγησον κύριε, μια κι έξω. Όταν ξανάρθω στο όμορφο αυτό σαλούν,
Θα σας μιλήσω πάλι.
Να τραγουδήσω; Όχι δεν μπορώ.
Πέρασε ο καιρός των τραγουδιών.
Σπασμένη η φωνή μου,
Άχρηστο το λαρύγγι μου,
Και γρήγορα λαχανιάζω.
Έι, άλλο ένα ουίσκι και θα σας πω τι συνέβη.
Μια ιστορία αστεία θα σας πω, στην ουσία πρόκειται για δύο.
Δεν ήμουν πάντα έτσι,
Ούτε φαντάζεστε πως ήμουνα.
Πάνε τώρα τέσσερα ή πέντε χρόνια.
Βάλε μου άλλο ένα".
"Γέμισέ το Τζο, να ζωντανέψει λίγο αυτό το γέρικο σκιάχτρο".
"Τέτοια φτωχά ποτά για αλήτη σαν κι εμένα
Μίζερα είναι.
Στα πέντε δάχτυλα, έτσι πρέπει,
και στο μπουκάλι και στο ποτήρι.
Λοιπόν, φίλοι μου και κύριε,
Τους σεβασμούς μου έχετε,
Ωραία με κεράσατε.
Και να σας πω θα 'θελα τώρα
Πως έγινα ο βρωμιάρης που πριν δεν ήμουνα.
Όπως είπα πριν, άντρας ήμουν,
Καλοβαλμένος, μυώδης κι όλο υγεία,
Αλλά για ένα λάθος, πρέπει να 'χεις μυαλό καθάριο.
Ζωγράφος ήμουν, δεν ζωγράφιζα σε τούβλα και ξύλο,
Αλλ' ήμουν καλλιτέχνης, για την ηλικία μου καλός.
Σκληρά δούλευα ν' αναδειχτώ κι έβλεπα της δόξας μου τ' αστέρι ν' ανατέλλει.
Ζωγράφισα, ίσως το ξέρετε,
Της Φήμης τ' Αστέρι.
Δεκαπέντε χιλιάδες λίρες έβγαλα
Κι έγινα γνωστός.
Τότε γνώρισα μια γυναίκα, τώρα αρχίζει τ' αστείο:
Είχε μάτια που το μυαλό μου πέτρωναν, και στην καρδιά μου βυθίζονταν.
Γιατί δεν γελάτε τώρα; Δεν είναι αστείο που ο αλήτης μπροστά σας
Μπορούσε ποτέ να 'χει τέτοια γυναίκα και την αγάπη της να καρτερά;
Έτσι ακριβώς ήταν, και για ένα δύο μήνες τα χαμόγελά της μου χάριζε,
Κι όταν τα χείλη της τ' αγαπημένα αγγίζαν τα δικά μου, νόμιζα πως ήμουν στον ουρανό.
Παιδιά, είδατε ποτέ κοπέλα που θα δίνατε και την ψυχή σας,
Να μοιάζει στην Αφροδίτη της Μήλου, τόσο όμορφη,
Με μάτια πιο λαμπρά κι απ' το διαμάντι του Κόχι - Νουρ,
Και με μαλλιά πλούσια καστανά;
Τέτοια αν είδατε ποτέ κοπέλα, ήταν αυτή, από κάθε άνδρα ποθητή.
Ένα απόγευμα του Μάη,
Το πορτραίτο δούλευα ενός φίλου κοντινού.
Προς μεγάλη μου έκπληξη,
Η κυρά μου το θαύμασε
Και είπε πως θέλει να γνωρίσει τον φίλο μου
Με τα τόσο υπέροχα μάτια
Καιρός δεν πέρασε πολύς, λιγότερο από μήνας,
Κι έψαξε και τον βρήκε.
Ο φίλος μου έκλεψε την αγάπη μου,
Κι έμεινα μόνος.
Πέρασε ένας μίζερος χρόνος.
Το πολύτιμο ξεθώριασε κόσμημά μου και χάθηκε.
Να γιατί άρχισα να πίνω. Αλλά γιατί δεν γελάτε πια;
Νόμιζα πως ήσασταν ευχάριστα παιδιά και συνέχεια γελάτε.
Τι συμβαίνει φίλε; Σε βλέπω να δακρύζεις.
Έλα, γέλα όπως εγώ. Μόνο γυναίκες και μωρά θα 'πρεπε να κλαίνε.
Παιδιά, αν με κεράσετε άλλο ένα, θα 'μαι ευτυχισμένος.
Τώρα αμέσως θα ζωγραφίσω το πρόσωπο που μ' οδήγησε στην τρέλα.
Δως μου την κιμωλία που έχετε για τους αγώνες του μπέιζμπολ.
Και θα δείτε την ποθητή κυρά στο πάτωμα του μπαρ".
Μ' ένα ποτό ακόμη και την κιμωλία στο χέρι, ο αλήτης ξεκινά
Να ζωγραφίζει το πρόσωπο που θα μπορούσε να κερδίσει την ψυχή κάθε άντρα.
Και καθώς σχεδίαζε μια τούφα σ' αυτό το όμορφο κεφάλι,
Μια κραυγή έβγαλε τρόμου,
Και με φόρα πάνω στην εικόνα έπεσε - νεκρός!
The Face on the Barroom Floor
by Herndon Davis
Το παρόν ποίημα γράφτηκε το 1887 από τον Γάλλο ποιητή Hugh Antoine d' Arcy.
To 1914 o μέγας Charlie Chaplin που στήριξε σχεδόν την μισή του καριέρα παριστάνοντας μέθυσους κι αλκοολικούς "πάτησε" πάνω στο ποίημα κι έφτιαξε μια ταινία με τον συγκεκριμένο τίτλο. Εννέα χρόνια μετά ο John Ford σκηνοθέτησε ένα"χαμένο" ωριαίο φιλμ για το Πρόσωπο στο Πάτωμα του Μπαρ ενώ το 1936 ο πίνακας του Herndon Davis που κοσμεί την σημερινή ανάρτηση και το πάτωμα του Teller House bar στο Κολοράντο είναι μια ιστορία που θα πούμε μια άλλη στιγμή. Το 1954 οι κομίστες Jack Davis και Basil Wolverton, έστησαν για λογαριασμό του Mad magazine ένα κόμικ πάνω στο "Face on the Barroom Floor". To 1959 oι στίχοι του μελλοποιήθηκαν από τον γνωστό country μουσικό Tex Ritter για τον δίσκο του "Blood on the Saddle" καθώς και από τον Hank Snow το 1968 για το άλμπουμ του "Tales of the Yukon". Το 1978 το ποίημα σε σχέση με την ιστορία του πίνακα μεταφέρεται στην όπερα και το λιμπρέτο γράφει ο John S. Bowman. Πολλά χρόνια αργότερα o Max Decharne, μουσικός και τραγουδιστής της συμμορίας των Flaming Stars, συγγραφέας που δυστυχώς δεν θα τον διαβάσουμε ποτέ μεταφρασμένο στη χώρα μας παίρνει τον τίτλο του ποιήματος, γράφει την δικιά του μεθυσμένη σύνθεση σ' ένα από τα γνωστά μπαρόβια τραγούδια της μπάντας και κερνάει λήθη στο πάτωμα.
Το ποίημα μετέφρασε κι απέδωσε στα Ελληνικά ο φίλος και ποιητής Νίκος Βουτυρόπουλος με ολίγη τηλεφωνική βοήθεια από τον γράφοντα. Κάποια στιγμή όλες αυτές οι ιστορίες θα γίνουν ένα τεράστιο ποστ. Cheers!
Σάββατο 18 Ιουνίου 2011
No Stars in

από το ιστολόγιο του φίλου saunterer
Τρίτη 14 Ιουνίου 2011
ο βιασμός της Παρθένου Μαρίας...του Charles Bukowski

το να ξεγυμνώνεσαι στο χαρτί
κάποιους τους τρομοκρατεί
κι έτσι πρέπει:
όσο πιο πολλά αποκαλύπτεις
τόσο πιο εκτεθειμένο αφήνεις τον
εαυτό σου
σ' αυτούς που αυτοαποκαλούνται
"κριτικοί",
προσβάλλονται τούτοι από τ' απρο-
κάλυπτα καμώματα των
τρελαμένων.
προτιμάνε η ποίησίς τους να είναι
καλυμμένη
ήπια και
σχεδόν
ανερμήνευτη.
το παιχνίδι τους έχει παραμείνει α-
πρόσβλητο εδώ και
αιώνες.
υπήρξε ανέκαθεν ο ναός των
ξιπασμένων και των
υποκριτών.
το να παραβιάζεις αυτό το άδυτο
είναι γι' αυτούς κάτι σαν
τον Βιασμό της Παρθένου Μαρίας.
και πέρα απ' αυτό, θα τους κόστιζε
επίσης
τις συζύγους τους
τ' αυτοκίνητά τους
τις φιλενάδες τους
τις δουλειές τους στο
Πανεπιστήμιο.
οι Ακαδημαικοί έχουν πολλά να
φοβούνται
και θα πολεμήσουν πολύ βρόμικα πριν
πεθάνουν
εμείς όμως
είμαστε έτοιμοι από καιρό
ερχόμαστε απ' τα σοκάκια
κι από τα μπαρ κι από τις
φυλακές
δεν μας νοιάζει πως γράφουν
εκείνοι την ποίηση
επιμένουμε όμως πως υπάρχουν
κι άλλες φωνές
κι άλλοι τρόποι να δημιουργήσεις
κι άλλοι τρόποι να ζήσεις τη
ζωή
και σκοπεύουμε ν'
ακουστούμε, ν' ακουστούμε, ν'
ακουστούμε
σε αυτήν τη μάχη ενάντια στους
Αιώνες του Εγγενούς
Θανάτου
ας γίνει γνωστό πως
είμαστε εδώ και πως
σκοπεύουμε να
μείνουμε.
Charles Bukowski
70 Χρόνια Φαγούρα
εκδόσεις ηλέκτρα
Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010
C. R. Avery…ένας ποιητής που κάπου κάπου έγραφε και τραγούδια

Λοιπόν θα πάρω αυτό το album και θα γίνω πίτα το σαββατοκύριακο. Θα κλειστώ σ’ ένα δωμάτιο, θα αφήσω το κρύο να μπει στα χέρια μου ξεραίνοντας από ανία τις παλάμες μου, θα παίξω με τα παγάκια στο στόμα μου, θα στείλω αλλόκοτα γράμματα στους φίλους μου, θα πιω κι άλλο, θα παρατήσω τη γυναίκα μου όταν εκείνη μαγειρεύει βοδινό για μετά το μεθύσι και ύστερα θα χυθώ σ’ ένα μπαρ από εκείνα που βρωμοκοπάνε μεταχειρισμένο βυζί και βενζίνη ουίσκι, σκορπώντας χίλια κομμάτια τα νέα της Αγίας Μαίρης στη μαλακία που δέρνει εκατομμύρια μικροαστούς, μισάνθρωπους εγκληματίες στην απανθρωπιά που γεννοβολάνε τα σκατά που συμβαίνουν.
Ξέρεις, βλέπω χιλιάδες ξεπεταρούδια καθαρματάκια ν’ ακούνε Hip hop με το βρακί τους χεσμένο και προστατευμένο απ’ το βυζί των φραγκάδων πατεράδων τους. Δεν άκουσα ποτέ Hip hop μουσική στη ζωή μου, δεν κατάλαβα ποτέ την ρημάδα μπουρδολογία ρίμα της, δεν έζησα ποτέ σε γκέτο της μαμάς Αμερικής, φοβάμαι την μήτρα της και τον Μπαρμπα Σαμ με τους αραπάδες του να σηκώνουν κωλοδάχτυλο στην βολεψιά του. Δεν με αφορά τίποτε από όλα αυτά. Άλλωστε τα γκόσπελ και τα μπλουζ με μεγάλωσαν πριν την ενηλικίωση!
Είμαι ένας μέθυσος που έφαγε κι έριξε ξύλο, που δουλεύει για το πιοτί και τους λογαριασμούς του βαριεστημένος πια όταν ακούει ηλίθιους στίχους για ηλίθιους ανθρώπους από ηλίθιους καλλιτέχνες μεγαλωμένους από ηλίθιους μουσικογραφιάδες. Κοίτα όμως να δεις τι γίνεται όταν ο καλομαθημένος κώλος μου στον στίχο και στην αφοβία για ιστορίες που τα χώνουν χωρίς δήθεν οργή, που τα λένε σαν καταπίνουν το σάλιο τους απαγγέλλοντας οργισμένα, τραχιά, ασύμφορα και άηχα μπουρδελιάρικα λογάκια με κουίντα τα ανέγγιχτα μπλουζ, γίνεται ορφανό που τρέχει στον ποιητή μπας και του δώσει ένα τσιγάρο.
Γάμα τις εισαγωγικές μαλακίες, σιχτίρισε τον κάθε μαλάκα που γράφει τα δικά του. Ο μουσικός, ο ποιητής, ο καλλιτέχνης ήταν πάντα το επιχείρημα, όλα τα υπόλοιπα οι ματαιόδοξες παπαριές που σού ‘παν κάποιοι που δεν γύρισαν ποτέ το κλειδί απ’ την εξώπορτα μ’ έναν αλλόκοτο φόβο. Ο μουσικός ήταν πάντα ο προστατευτικός σου καθοδηγητής.
C.R Avery. Ποιητής, γραφιάς, μουσικός καλλιτέχνης! Με ιστορίες που σου δέρνουν τον κώλο με λουρίδα, με ρουφηξιές τσιγάρων και χαρακτήρες που δεν λυγάει ποτέ η μούρη τους στη λάσπη. Ρυθμός hip hop, το στόμα του μουσικό όργανο, τα σάλια του τύμπανα, τα γέρικα αιώνια μπλουζ, η γκόσπελ γύμνια ενός ποιήματος ρουφηξιά, η φυσαρμόνικα που φυσάει ο διάολος όταν ένας χορός είναι δικός του με την ζαριά στημένη. Μια μαγική ώρα που ο Ginsberg λυσσάει για παιχνίδια με βέλη, ο Tom Waits ορκισμένος οπαδός του, τα κότσια του πάνω στο χαρτί και στη νότα και στη ριξιά που πέφτει σε μια μαύρη βίβλο, σ’ ένα ρουφηχτό φιλί από κοκότα πολυτελείας ξαναμμένης σαν ο πιανίστας της γράφει άλλο ένα κομμάτι. Η σπορά των νέων στην πόλη, η ποίηση που γδέρνει, πάντα η ποίηση που γδέρνει, όχι εκείνη η βαρετή με τις βαρύγδουπες στροφές που έχει πεθάνει από την εποχή που γέρασαν οι ποιητές πριν την ώρα τους κι έγραψαν κάτι κωλόπαιδα της φιλολογικής ομοιοκαταληξίας το όνομά τους σε εκείνα μιας μουσικής κρυφής επανάστασης. Ποίηση του ανυπέρβλητου Gill Scott Heron, του πρώτου που τά ‘πε δεκαετίες πριν τα μπολντιμπιριασμένα χάρχαλα ξεράσουν γλιδιασμένες καλοβολεμένες εκατομμυριούχες ατάκες. Τα νέγρικα μπλουζ που ζητάνε μια ουγκιά ουίσκι κι ένα όπλο, η τζαζ του Charlie Parker και η καθάρια φωνή της Patsy Cline, οι ξεθυμασμένες σταλαματιές ενός φτηνού ουίσκι στα γένια ενός παιδιού απομακρυσμένου που μετράει νύχτες, μετράει ώρες, μετράει λεπτά. Το βαθύ μπλε, τα ατελείωτα απανωτά τσιγάρα και τα ατελείωτα απανωτά τσιγάρα, οι μεθυσμένοι που πίνουν σ’ ένα μπαρ δεκαετίες και δεν μετανιώνουν ποτέ που παίζουν φανταστικό πιάνο τα δάχτυλά τους πάνω στη μπάρα, στο ξύλο που κάποτε θα τους σκεπάσει, στα μπλουζ, στα γκόσπελ, στο γαμημένο μουσικό θέατρο που δεν είναι πια θέατρο γιατί όταν ο μουσικός είναι και ποιητής η ποίηση του σου δίνει μια σπρωξιά και σε πάει στην άλλη πλευρά.
C.R Avery. Ποιητής, γραφιάς, μουσικός καλλιτέχνης! Μ’ ένα άλμπουμ ανείπωτο, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, ένα καπέλο παρατημένο πάνω στο πιάνο, έναν δρόμο που βάφτηκε μπλε, μια αρμαθιά ιστορίες, μερικά ποιήματα στο κεφάλι του, και μια άφοβη μουσική παλινδρόμηση που τά ‘χει όλα γραμμένα εκεί που δεν γράφουν οι υπόλοιποι!
Ευτυχώς έχω ένα κωλόπαιδο να γράφει όλα αυτά για μένα Ακούει όλη αυτήν την μουσική για μένα, ξεροβήχει όταν πάω να αλλάξω την λάμπα και ξεροκαταπίνει λόγια σαν του χώνουν το μολύβι στο λαιμό. Να πάει να γαμηθεί η ποίηση που σας έμαθε τρόπους, να παν να γαμηθούν και οι κλασικοί που σας βόλεψαν τον κώλο με τα δάχτυλα τους, γαμήσου κι εσύ τριαντάρη πεθαμένε αρχιδογλείφτη που θες να μοιάσεις στον θεό σου. Σκέψου πόσους ποιητές δεν γνώρισες ακόμη...βούλωσέ το επιτέλους... δεν έχεις ακούσει τίποτα και τα λόγια κοίτα πως αντέχουν ...