Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα In a bar under Inferno. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα In a bar under Inferno. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τρίτη 13 Μαΐου 2014
Τρίτη 29 Απριλίου 2014
Βρώμικα λόγια για και… Από τη λάθος πλευρά (vol. 2)
Στη
λάθος πλευρά στέκονται εκείνοι που επέζησαν, εκείνοι που δεν τρόμαξαν, εκείνοι
που έκαναν το πέρασμα από τη φαντασία στη πίστη που έγραψε και κάποιος κάποτε βουτώντας
σ’ ένα βαρέλι που άλλοτε είχε πιοτί κι άλλοτε γκαζολίνη αλλά πάντα ήταν στην
πήχτρα του σκοταδιού.
22
ιστορίες και όχι διηγήματα, 23 ποιήματα πρώιμης περιόδου που έπρεπε να
ξεβγαλθούν, ένα τηλεφώνημα που θα μπορούσε να γίνει μικρού μήκους και για
σκηνικό να ‘χει την πυρά του μίσους και της τεμπελιάς. Όλα αυτά να τα ντύνει ο πίνακας
του Claus Castenkiold που κάποτε έντυσε και τα Mother
Juno των Gun
Club, μιας από τις μεγαλύτερες μπάντες του πλανήτη, κάποια
άλμπουμ του μισάνθρωπου Mark E Smith
και
φυσικά τα μοναχικά ή όχι μουσικά λιμάνια του Phil
Shoenfelt.
22
ιστορίες που γράφονται όπως θα στις εξιστορούσε ένας φίλος σ’ ένα αποπνικτικό
δωμάτιο καθοριστικής φιλίας χωρίς περισπούδαστους εντυπωσιασμούς πάνω στο
χαρτί. Ένας φίλος που κατάπιε δισκοθήκες αλλά πάνω απ’ όλα ρήμαξε τη
ραχοκοκαλιά του διαβάζοντας μέχρι τελικής πτώσεως βιβλιοθήκες. Που ‘χει σε
καντήλι τον παππού Burroughs, σε σπασμένο
γυαλί ζωγραφισμένο τον Καββαδία, στο ταβάνι τη σκιά του Celine και στη γωνία να τον περιμένει πάντα μ’
ένα κολοτσίγαρο στο στόμα ο Cendrars. Βάλε κι
εκείνον τον τσόγλανο τον Αρθούρο να λιώνει σε κερί και ο κύκλος δεν τελειώνει…
Το
σκοτάδι πολλοί εμίσησαν, το ταξίδι ουδείς. Ο saunterer περπατάει στη σκιά και σηκώνει σκόνη, διαβαίνει μέσα
σε πόλεις ανθρωποφαγωμένες, σε αμπάρια που δε λένε να μουχλιάσουν, σε
σταυροδρόμια που διαλέγει τη λάθος πορεία καθώς ξέρει πως λύτρωση δεν υπάρχει
αλλά μονάχα το χώμα και το χαλίκι που θα τσακίσει το κορμί. Οι αγαπημένοι του
μουσικοί σφυρίζουν σκοπούς ώστε να αντέξει λίγο ακόμα, οι αγαπημένοι του
συγγραφείς βάζουν το δάχτυλο στο μολύβι να γράψει λίγο παραπέρα, ο αντίχειρας
σηκώνει τον κόκορα κ’ η κάνη βρωμάει πάντα μπαρούτι. Ιστορίες από τη λάθος
πλευρά. Ποιος είναι στη λάθος πλευρά; Εμείς οι άλλοι; Και ποιοι είμαστε εμείς; Δεν
υπάρχει το εμείς, «βγάλτε με έξω απ’ το εμείς» έγραψε κάποτε ο παππούς και είχε
τα δίκια του ο γεροντόπουστας. Ιστορίες που κάποιοι απ’ τη λογοτεχνική φάρα θα
σνομπάρουν όπως σνομπάρουν όλα τα βιβλία που δεν καταλαβαίνουν τις επιρροές τους.
Τις μουσικές που ξεράστηκαν στη κυριολεξία μέσα από ένα γκαράζ, τους πανκ που
δεν μεγαλώνουν αλλά ωριμάζουν (κλεμμένο), τα διαβασμένα rock and
roll 40κάτι αλάνια που διαβάζουν Pynchon και καταπίνουν 1000 τόσες σελίδες
φορώντας μια μπλούζα των Wipers, μια ολόκληρη στάση
ζωής και μια άγρια άλλη πλευρά. Σε μια από τις 22 ιστορίες o Mister Opium
Jones προτείνει να βγει η αγάπη έξω, να
κυλήσει σαν ποτάμι και ο saunt τα γράφει στεγνά,
καθάρια κι όπως είναι. Για τους μικρομεσαίους, για τους επαναστάτες, για τους λεφτάδες,
για τους φιλότεχνους, για μια χώρα νεκρών. Σ’ ένα μαεστρικό δείγμα γραφής και στις
δύο ιστορίες με τα Johnsoτράγουδα, ένας πεζοποιητικός
λόγος κυλάει ωσάν μπλουζ τραγούδι από κείνα τα παλιά με ρίμα τελεσφόρα. Στον
Άσο το ζάρι μιλά και τα μαντάτα είναι άσχημα όπως συμβαίνει και στις περισσότερες
ιστορίες. Μια γραφή ιστοριών που άλλοτε σε βάζει σε ένα film noir
σκηνικό,
άλλοτε στο κατάστρωμα μιας ναυτικής ιστορίας, άλλοτε στον τρόμο ενός Εδγαραδικού
δωματίου, άλλοτε στο φανταστικό φεστιβάλ που έχει οργανώσει ο Άγιος Πέτρος με τους
μακαρίτες του rock and
roll κι άλλοτε που στην ουσία συμβαίνει
σχεδόν πάντα στη μοναξιά της νύχτας μόλις πριν από τα δάση.
Οι ιστορίες από τη λάθος
πλευρά είναι ένα βιβλίο για τους οδοιπόρους που διάβηκαν λάθος και βγήκαν
αλώβητοι, που κοιμήθηκαν μονάχοι πολλές βραδιές που η τρέλα χτύπαγε καραμπόλες
και δεν τρελάθηκαν, για τους ταξιδιώτες ενός ασύμφορου δρόμου καθώς… ο άνεμος φέρνει
τη βροχή, κάθε μικρή σταγόνα φέρνει ένα φιλί, ένα φλεγόμενο φιλί, σ’ έναν κόσμο
που πέφτει, ένα φιλί που καίει αυτόν τον κόσμο μακριά… όπως γράφει κι ο Phil Shoenfelt ανοίγοντας το βιβλίο..................................................
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα.
Περισσότερα ΕΔΩ
Ακολουθεί
το soundtrack του βιβλίου
Πέμπτη 24 Απριλίου 2014
Βρώμικα λόγια για και… Από τη λάθος πλευρά (vol. 1)
Οι
ιστορίες μωρό μου είναι αλήθεια. Αντάμα με τον Slim
Wild Boar
και
τον φίλο του το πουλί. Σαν ιχνηλάτης που σφυροτραγουδά ένα Johnsoτράγουδο για τον Robert
Johnson κι ένα Τζονσοτράγουδο για τον ίδιο, εκεί
κάτω στου βάλτου τα χωριά, μ’ ένα ζάρι στη τσέπη που πέφτει πάντα στον άσο
καθώς ο Μίστερ Opium Jones του προτείνει πως η αγάπη πρέπει να βγει
έξω. Σαν κυνηγός επικηρυγμένων που κοιτάζει άλλο ένα πλοίο στη πήχτρα της νύχτας
και χαζεύει τα λασπωμένα ποτάμια εκεί που οι μανδραγόρες ζουν κάτω απ’ τα
δέντρα και κάπου παραπέρα που οι γάτες καίγονται στις φλόγες, καθώς ο Roky Erickson βάζει μουσική στο σπίρτο κι ο σκελετός περιμένει
πάντα στη ντουλάπα. Ψυχεδέλεια φίλε μου, ψυχεδέλεια! Κοιμάται μόνος και
ονειρεύεται το φεστιβάλ του Αγίου Πέτρου να εκπέμπει από καταδικασμένο ράδιο της
πόλης. Το ταξίδι μάγκα μου, το ταξίδι στη μοναξιά της νύχτας μόλις πριν από τα
δάση που έστρωσε ο Koltes και κάποιοι
πάλεψαν να το διαβούν μαστιγώνοντας ένα νεκρό άλογο. Ποιο το νόημα όμως να
μαστιγώνεις ένα νεκρό άλογο… κανένα, μας τελείωσε το χόρτο φίλε γι’ αυτό θα σου
διαβάσω ποιήματα. Ποιήματα για την τρυφερή νύχτα, για τη πατρίδα του, τους φίλους
και το ταξίδι στον μυαλό, για τον ψεύτη προσκυνητή, το όνειρο και το τίποτα. Για
τότε που ‘ταν Παρασκευή και 13 κι άκουγε ένα παλιό ρομαντικό τραγουδάκι μες
στον χειμώνα. Ζωή φίλε, γλυκό σκοτάδι και νεκρό φεγγάρι. Αυτόν το χειμώνα έμαθε
πως έπρεπε να ζήσει λίγο ακόμα. Ο Όμπρει ντε Γκρέι του το ‘πε κάποτε στις άδειες
λεωφόρους του Ιούλη σαν ευχή δίπλα στην ακτή. Περιπλανώμενος, σε μια εποχή και
κάπου αλλού πριν τη τελευταία έξοδο με μια κραυγή. Πάμε στο πουθενά φίλε με τον
Elvis στα κεφάλια μας. Στο πουθενά και στο
τίποτα όπως το πε ο Van Zandt στη μάνα του. Όπως το πε και ο saunterer από τη λάθος πλευρά που για μας ήτανε
πάντοτε η σωστή…
Συνεχίζεται…
Το
παραπάνω κείμενο είναι μια συρραφή των τίτλων από τα κείμενα, ποιήματα κι ένα
θεατρικό που βρίσκονται στο βιβλίο του saunterer με τίτλο «Από τη λάθος πλευρά». Το συγκεκριμένο κείμενο
για το βιβλίο είναι το volume 1. Θα ακολουθήσει
και δεύτερο volume με περισσότερα βρώμικα λόγια για και Από τη λάθος
πλευρά.
Το
βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα.
Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014
270 υπό σκιάν
Σάλια
στο πέτο και στα γόνατα. Μέσα σ’ ένα διαμέρισμα που μύριζε γάντι έβγαλε τις
μπαρέτες της, τα μαλλιά της χύθηκαν κάτω σαν τρίχες στάχτης, μάσησε την τσίχλα
της, έξυσε την πλάτη της και το τραγούδι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μεγάλη τρύπα
στο δρόμο. Δόντια κροτάλισαν, νιάτα από κρέας χτύπησαν και διαλύθηκαν σε νυχιού
και μεγάλου ασύμφορου κρότου. Το σώμα άντεχε, η ψυχή σούταρε, ο κανένας
βρισκόταν με το ένα πόδι στο τάφο και προτιμούσε να πάρει την ευκαιρία της εκεί
έξω. Ο δρόμος λωρίδα, οι άντρες κόκαλο και το πόσο μακριά θα πήγαινε εξαρτιόταν
απ’ το τι εννοούσε. Δεν έμοιαζε να είναι από ‘κείνες που γνώριζαν μα ούτε
νόμιζε πως ήταν το κορόιδο για ‘κείνους τους χοντρομαλάκες με τις τσιτάτες
εξυπνάδες. Η μάνα περίμενε στην άκρη της λάθος πλευράς με χάπια, περούκες δίπλα
απ’ το κομοδίνο και 55 καλοκαίρια καφέδες. Στο 56ο της είχε πει στο
τηλέφωνο. «Δεν πα να τα ‘πιαν άλλοι, ήμουν η πρώτη που κάθισα και τα γραψα» κι
εννοούσε όλα τα χάπια που ‘χε κατεβάσει και τα μάρκαρε σ’ ένα χειροποίητο
συνταγογραφούμενο ημερολόγιο. Δεν το ‘χε
χάσει, απλά το ‘παιζε κατά φαντασίαν μελλούμενη καρκινοπαθής.
Έβαλε
μπρος τη μαύρη Φορντ και πήρε με τη τρίτη. Η καμπάνα χτύπησε για τον κανένα με
το ‘να πόδι στο τάφο. Έχωσε τέσσερα δάχτυλα μέσα απ την κιλότα κ’ ύστερα τα
μύρισε, οι μπαρέτες χόρεψαν μόνες τους στο πίσω κάθισμα και το 57ο
καλοκαίρι έψαχνε τον αληθινό κόσμο. Μάλλον κάπως έτσι πρέπει να πήγαινε γιατί
το βαμβάκι είχε μεγαλώσει αρκετά, οι κάλτσες ήταν από νάιλον, το κονιάκ του
συνοδηγού ήταν πεφτάστερο και περίοδος δεν της είχε έρθει ακόμα.
Πίνακας:
Oliver Tibi
Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013
δέκα βίδες και δύο λάμες δρόμος
Εις
το όνομα τους Αντρός, του Μουνιού και του Αγίου Απέναντι. Ορκίζεται και φεύγει,
πάει λίγο πιο πίσω καθώς πέφτουν πάνω του να τον φάνε ζωντανό, αυτός εκεί, λέει
τους μπελάδες του στους γύρω, χύνει τα χάπια κάτω απ’ το σαγόνι κι ένας άλλος κάπου
εκεί δίπλα παίζει ζάρια με τον κλέφτη. Λένε πολλά ονόματα γι’ αυτόν και όταν
πληρώνει το χρέος του δεν λέει να πέσει κάτω. Ένας τρόμος βάφει κόκκινα τα σφυριά
της σπιτονοικοκυράς καθώς σαλπάρει για Σαγκάη με άδειες τις τσέπες και το κύκνειο
άσμα παίζεται μ’ ακορντεόν σαν του διαόλου τον τόνο. Μάλλον θα μου πεις αντίο
τώρα κι εγώ θα ρημάξω καθώς σου δίνω τούτη τη βίδα. Πάρε αυτή τη βίδα, πρέπει
να πάρεις αυτή τη βίδα γιατί αρχίζω και τρελαίνομαι και τούτη η ασθματική από
πίσω μου δεν λέει να με γιάνει… μπουμ!!! Πίσω απ’ τα φράγκα πρέπει να σταθείς,
πίσω απ’ τα φράγκα, γιατί δεν ξέρω κανέναν σήμερα που να έχει φράγκα και να
ψάχνει κάποιον στο πρωινό όργωμα της λάσπης. Μην πάς εκεί κάτω σ’ εκείνον το
δρόμο, θα χαθείς και δεν θα γυρίσεις πίσω ποτέ, θα γίνεις λάσπη δίπλα από το
πεζοδρόμιο, μια φυσαρμόνικα θα φυσήξει για σένα κι εσύ δεν θα είσαι τίποτε άλλο
από λάσπη. Τα κόκαλά σου θα τα φυσά ο άνεμος, ο Κάιν θα σκοτώνει τον Άβελ με
μια λάμα, ο ουρανός θ’ ανοίγει στα δύο και τίποτα μέσα σε όλα αυτά τα σκατά δεν
θα σημαίνει γιατί θα είσαι λάσπη. Όλοι λάσπη κι όλα λοιμοί, μια ασυνεννοησία
εκεί που δεν καταλαβαίνεις τίποτα, καθώς ένας νάνος λέει καληνύχτα κι ένα σίδερο
θέλει λίμα για να χωνευτεί, όταν ο άλλος κόσμος παίζει ένα ζωντανό κύκνειο άσμα
που όλα είναι φυσιολογικά, γιατί όλα είναι φυσιολογικά όταν έχεις δέκα δάχτυλα και
μπόλικη βότκα αγάπη μου, όταν η μουσική είναι σαν ηλεκτροφόρα ζάχαρη και σε
αγκαλιάζω με το ένα σου μάτι να κοιτάει τον βορρά αφήνοντας τους αλήτες απ’ την
μέσα μεριά… ψσσσστ… άλλαξε πλευρό, το όνειρο δεν έχει ξεκινήσει…
Πάει
δυτικά το όνειρο, πάει κι εκείνος. Δυο γυναίκες πίνουν, ένας γράφει ακόμα στο
χέρι, κάνει ότι θέλει και θα πληρωθεί γι’ αυτό. Ο δρόμος νοιάζεται για τα αναθεματισμένα
άλογα που χύνουν και πληγιάζουν μ’ αίμα το λουρί, ένα φως παγώνει ψεύτικα
αστέρια στο καπέλο κι εκείνος είναι πιο μαύρος κι απ’ τη νύχτα. Έρχεται από 500
χιλιόμετρα μακριά μόνο και μόνο για να πει ένα γεια, εσύ μ’ αγαπάς για κάτι που
δεν είμαι, εγώ δεν έχω μυαλό, εσύ με λες κάθαρμα κι εγώ σφυρίζω αφιερώνοντας
ακόμα ερωτικά τραγούδια ακόμα κι αν μου φορούν βίδες και λάμες. Βαρέθηκα τα
ποιήματα και τους κατασκευασμένους δημιουργούς τους. Μια μύγα κάνει γύρους το
δωμάτιο όταν ξεχνάς το νούμερο που χόρευες και πάντα σου ‘ρχόταν να ξεράσεις.
Όταν προσευχόσουν στην Παναγία, σκεφτόσουν τα χέρια του Χουντίνι κι ένας μπάρμαν
καταλάβαινε τους θυμούς σου. Τι έγινε εκείνο το ποδοπατημένο βιβλίο; Ο μουσικός
λαλούσε σαν ντελάλης, έριχνε μια ερωτική κλοτσιά στον κώλο της γυναίκας του και
μια παιδική ζωγραφιά γινόταν στιβαρό φιλί καλύτερο κι από πιοτί. Όλοι και όλα
είναι εδώ όταν σιχαίνομαι το κρεβάτι για σένα, ξαναρημάζω κάθε που φοράς τις
κάλτσες σου, βάζεις τα μπικουτί σου, μου λες να το βουλώσω κι εγώ σου λέω σαν
ηλίθιος πως θα πετύχω μοναχά με μια ριξιά το πράσινο βιβλίο… Ααααργκ!!!... μια
τρομπέτα φυσάει όταν η πουτάνα της γειτονιάς μου λέει πως ξημέρωσε. Ξάπλωσε το
κεφάλι σου εκεί που στέκεται η λάσπη, κράτα το κύκνειο άσμα από πάνω μου,
ξάπλωσε κάτω στο πράσινο βιβλίο, θυμήσου πως μ’ έριξες, μην μου λες ποιήματα,
πάρε τα φράγκα μου, ξέρεις την γαμημένη ιστορία, αμόλα τα σκυλιά σου, κάνε να λασπώσει,
κάνε τούτο το βιβλίο να μείνει δίπλα, να καθίσει μόνο, εδώ σιμά, να σφυρίξει
στο σκώμμα, να πει άλλη μια ιστορία στο πτώμα, και να γυρίσει πίσω από μια άλλη
άτυχη βρισιά.
Έτσι
κι αλλιώς μπαγάσα μου όλα τούτα είναι λίγα. Ο κόσμος θα πέσει ουρλιάζοντας, ένα
κατούρημα θα καίει τον δρόμο δίπλα στη λάσπη, ένας κόκορας στο πουθενά θα βήχει
και θα φυσάει το τίποτα, ένας λύκος θα τρώει έναν λαγό και μία βίδα πεταλούδα
θα γίνει η ηχώ στου καινούργιου διαβόλου τον τόνο…
Τρίτη 11 Ιουνίου 2013
Υπερυψωμένες ομοιοκαταληξίες για ένα ρεμάλι
Στον φίλο Κώ.Ρε
Είναι το νύχι το βαλτό
κινάει κόκκινο μισό
το δέρμα να ξεσχίσει
και σαν κροκόδειλου ορμή
το σπάει με τα σαγόνια
το σπάει το πούστικο ξανά
κραυγή δεν λέει να βγάλει
κι αν το μαχαίρι που σφυρά
μπερδεύει πνεύμα και ξερά
χύνει φωτιά απ’ το φαλλό
ρηγάδες απ’ το χέρι.
Κοτσάρουν τ’ άντερα ξανά
λόγια γαλάζια και φτηνά
μυαλού επιδημίες
του κήπου οι πόνοι οι βραστοί
κλοτσάνε αηδίες.
Σε ξοδεμού άθλιο ψωμί
έρχεται η ώρα η κακή
κι αυτός χρειάζεται ρακί
στην προδοσία του θεού
πάνω στο καύκαλο το καψερό
και στου καπνού τον ίσκιο.
Στον πρώτο δρόμο που γυρνά
η μαύρη σκύλα που ξεχνά
ταΐζει αστροπελέκια
τρώει τα όρνια του χαμού
φτύνει κρανία γιασεμιού
κι ορκίζεται στη πήχτρα.
Αντέχει σ’ ώρες τσακαλιού
που τίποτα δε πάει
και το σιτάρι
κι ο ρυθμός
ίσκιου βαλτός ο καψερός
ζουλάει τα ζωντανά της
λήγει το κλάμα του μωρού
μονάχα με το μάτι
φτύνει σε σώμα αγιασμού
κι αρπάζει ένα φτυάρι.
Σε ψίχας λάδι το φτωχό
παίζει στη σιγαλιά του
και μέσα σ’ όνειδου σιωπή
ξεκοκαλίζει φρίκες
απ’ του ζογκλερ το θυμιατό
ψοφάει για κρεμάλες
βγάζει τη σήψη απ’ το φτερό
και το φτερό λασπώνει.
Είναι ένα τύμπανο αργό
που στραγγαλίζει μνήμες
πουλάει ρούχα μέθυσου
νεκρού από γεννητούρια
κι απ τη σωλήνα τη βαριά
σκέλια κουνάει σα φευγιά
βαμμένα απ’ τη μεριά του.
Παραμιλάει το θεριό
κουνά το χέρι σα στοιχειό
ακούει Gabor Szabo
κατούρημα ρίχνει λαμπρό
δίπλα απ’ το αρχαίο
κι από κωλάδικα αυγών
χαμένων πυροτεχνουργών
μαέστρος βγαίνει νέος.
Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013
Jason Molina / 1973 – 2013
through sparrow black wind
a dead crow calls out to his wing
we were lightning across the whole world
we were lightning
and the guise to black cats we made a cross when our
shadows met
and the guise to black cats we made a pact when our
shadows passed
through sparrow black wind
a dead crow calls out to its wings
I’m getting weaker I’m getting thin
I hate how obvious I have been
I’m getting weaker
and I look down and see the whole world
and it’s fading
......................................
Πρέπει
να πενθήσεις πρώτα για να καθίσεις να γράψεις μετά…
Στο
επόμενο τεύχος του Straw Dogs magazine ένα τεράστιο αφιέρωμα φόρος τιμής…
Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013
Ο πάτος στον καθρέφτη
Short
movie - "le miroir film" - Ramon & Pedro
Poem
- Yiannis Zelianaios
Εditing,
narration - Pavlos Nathanael
Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013
Μνημόσυνο
Βρήκαμε
την κρίση
Ας
θάψουμε πεντέξι
Βρήκαμε
τον έρωτα
Ας
απαγγείλουμε δυοτρεις θαμμένους
Βρήκαμε
μνημόσυνα
Ας
θάψουμε ερωτευμένα απαγγελμένα πεθαμένους
Βρήκαμε
και το μπινελίκι
Το
κάναμε παντιέρα
Τελικά
ποιητικά σ’ αυτή τη χώρα
τα
τελευταία χρόνια
το
μόνο που βρήκαμε είναι
δημοσιοσχετίστες
επαγγελματίες
σχολιαστές
ψευδώνυμα
εξυπνάδας
φεσιμπούκια
μιζερόκαβλας
και
κάτι γαμιάδες κουτσομπόληδες
που
για τα επόμενα πολλά χρόνια
θα
συνεχίζουν να νομίζουν
πως
στη ποίηση κάτι τους χρωστάνε.
Τα
πλήκτρα δεν θέλουνε καπότες
μάγκες
της μπανιέρας.
Και
στα τετ α τετ
πρέπει
να χεις ένα ανάστημα.
Αυτό
μας λείπει.
Άιντε
έχει και μνημόσυνο καραμέλα στη Λιοσίων
σε
λίγο καιρό
για
τα πενήντα χρόνια σας.
Ώρα
για την καθημερινή ανάρτηση.
Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013
Lee-πάμε / της Γιώτας Παναγιώτου
Lee-πάμε, πάμε φώναξε. Καθόταν ώρα στην κόκκινη
Fairlady Z καπνίζοντας τα φθηνότερα αμερικάνικα τσιγάρα που υπήρχαν διαθέσιμα
στην πόλη τότε. Lee-πάμε, πάμε, δεν θα το ξαναπώ, της φώναξε καθώς βεβαιονόταν
πως είχε πάρει μαζί της την κούτα με τα πασατέμπο.
Είκοσι λεπτά μετά κι
είχαν φτάσει στο υπόγειο πάρκινγκ του κυρίου Ο, του οποίου η ευφυής
μοναδικότητα έγκειται στην φαϊνή ιδέα να στολίσει Χριστουγεννιάτικο δέντρο και
να το παρκάρει εκεί που είθιστε να παρκάρουν όσοι δεν έχουν την ευχέρεια να
οδηγούν με τα πόδια αλλά μόνο με τα χέρια στα κουμπιά του τιμονιού.
Βγήκε απ’τ’αμάξι,
της έδωσε τα κλειδιά κι έκανε μόλις οκτώ βήματα για να φτάσει στο πορτ –
παγκάζ. Έβγαλε από’κει την πολύχρωμη καρέκλα της θάλασσας, την ξεδίπλωσε, την
ακούμπησε στην κολώνα που βρισκόταν 4 μέτρα πιο κάτω και επέστρεψε στο Datsun να
πάρει το ξύλινο τραπεζάκι, τα τσιγάρα και την κούτα με τα πασατέμπο καθώς η Lee-πάμε, χαϊδευε με τα
ζαρωμένα δάκτυλά της, κλειδιά αυτοκινήτου για πρώτη φορά. Κοιταχτήκανε βιαστικά
κι η καθεμιά πήρε τη θέση της.
Η Lee-πάμε, στην
κόκκινη Fairlady Z κι η άλλη στην
καρέκλα θαλάσσης να ματσουλάει ήδη τα πασατέμπο και να τα φτύνει στην κούτα
μπροστά της περιμένοντας.
Η ιεροτελεστία
άλλαξε λίγο τροπή..μιας και η άλλη είχε
ξεχάσει να βγάλει απ’το αυτοκίνητο το μικρό μαύρο κασετοφωνάκι, αναγκάζοντας
έτσι την Lee-πάμε να βγει απ’το αυτοκίνητο – με το κεφάλι να κοιτάει τα σκέλια
της σ’όλη την διαδρομή των τεσσάρων μέτρων – και να κινείται προς το μέρος της άλλης που χαμογέλαγε.
Η βρόχα έπεφτε straight through και τα φώτα
του αυτοκινήτου ήταν στραμμένα στην βοϊδίσια κεφάλα της. Της παρέδωσε το
κασετοφωνάκι και τράβηξε πίσω στο Datsun που περίμενε κι αυτό με αγωνία την
τέλεση της νυχτερινής ιεροτελεστίας στο υπόγειο του καπιταλιστικού σφαγείου του
κυρίου Ο. Η πόρτα έκλεισε, η άλλη συντονίστηκε στο αθλητικό κανάλι για να μάθει
το σκορ μεταξύ Αστέρα Γουατεμάλας και Μπενφίκα Μιανμάρ καθώς η ιεροτελεστία
εξελισσόταν όπως κανονίστηκε.
Το πρώτο πακέτο
πασατέμπο τέλεψε, ο κώλος της άλλης ζέστανε ήδη το κάθισμα της καρέκλας και η Lee-πάμε ξεκίνησε αρχικά να
κτυπάει το αυτοκίνητο αδέξια στις κολώνες – μέχρι να καταλάβει πως δουλεύουν οι
ταχύτητες, η πισινή κι η μπροστινή. Όταν πια κατάλαβε πως γίνεται, αποφάσισε
πως τα κτυπήματα της ιεροτελεστίας θα γίνονταν και στις 126 κολώνες του
υπογείου κι όχι σε μία, όπως ήταν δηλαδή αρχικά το σχέδιο. Η απόφαση αυτή,
ταρακούνησε και ενθουσίασε την άλλη που άρχισε να χαχανίζει δυνατά σα μανιακή.
Από κολώνα σε κολώνα η μία κι από πακέτο πασατέμπο σε πακέτο πασατέμπο η άλλη.
Το σκορ είχε πάει
7-2 κι ήθελε άλλα οκτώμιση λεπτά για να λήξει – όσο χρειαζόταν δηλαδή για να
λήξει κι η Lee-πάμε. Από κολώνα σε κολώνα, μπροστινή πισινή και μπαμ. Από
κολώνα σε κολώνα, πισινή μπροστινή και μπαμ.
Η άλλη, που πάντα
γέλαγε, έφτυσε το πασατέμπο στο τραπέζι που είχε απλώσει τις ποδάρες της,
ρέφτηκε και ανασηκώθηκε με δυσκολία απ’την καρέκλα της θάλασσας. Ήξερε πως η
Fairlady ήταν στα τελευταία της και πως η Lee-πάμε είχε ήδη αιματώσει τον
εγκέφαλό της, είχε χάσει καμιά δεκαριά απ’τα λευκά δοντάκια της κι είχε
τραυματίσει άγρια χέρια, πόδια και μάτια με τα γυαλιά του Datsun - που δεν
θέλουν και πολύ να σπάσουν και να μπηχτούν πάνω σου μια για πάντα. Κι έτσι
έγινε – καλά τα υπολόγισε. Δυόμιση λεπτά πριν την λήξη του αγώνα, η Lee-πάμε,
σταμάτησε.
Άφησε τη μηχανή
αναμένη – μαζί με τα φώτα – άνοιξε την πόρτα και σύρθηκε στο πάτωμα μέχρι την άλλη που δε σταμάτησε λεπτό να γελάει. Αιμόφυρτη
πια η Lee-πάμε, έφτασε στην άλλη, της
έγνεψε να σηκωθεί απ’την καρέκλα και ρώτησε αν έμεινε κανένα πασατέμπο και
γι’αυτήν. Δεν απάντησε ποτέ – η άλλη
-, της έδωσε τα πέντε τελευταία που κράταγε στο χέρι, άναψε τσιγάρο και την
κοίταγε καθώς της χάιδευε τα μαλλιά. Είχε φθάσει η ώρα. Η Lee-πάμε πήρε το
κασετοφωνάκι κι άλλαξε σταθμό – ήθελε ν’ακούσει διαφημίσεις και απλώς να
κλείσει τα μάτια τρώγοντας πασατέμπο. Κι έτσι έγινε – ένα λεπτό και τρισήμιση
δευτερόλεπτα μετά η Lee-πάμε ψιθύρισε «Όταν θέλεις κάτι να το διεκδικείς στην
ώρα του..αλλιώς να το βουλώνεις όταν το διεκδικεί κάποιος άλλος.» και τσουκ !!
τα κακάρωσε. Εκεί, στο υπόγειο του κυρίου Ο – καθώς η άλλη μάταια προσπαθούσε
να συντονιστεί στο αθλητικό κανάλι και να μάθει το τελικό σκορ του αγώνα.
...Έξι ώρες μετά κι αφού βαρέθηκα να τις κοιτάω – είχα
άλλωστε κι ένα μαγαζί να πάω ν’ανοίξω – έφτιαξα πρόγευμα – αυγά μάτια, μπείκον
και φρέσκο χυμό, έκανα ντους, άφησα τα κιάλια στο τραπέζι, έγραψα βιαστικά στο
χαρτί του κουτιού του μπείκον «Συλληπητήρια και συγνώμη που έπρεπε να γίνει
έτσι - αλλά μάλλον είναι καλύτερα για όλους. Η κυρία Ο.»
...Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, τραβώ προς το κοιμητήριο της
ενορίας χαμογελαστή, κάθομαι στον τάφο του, ανοίγω τα πασατέμπο και ματσουλώ
καθώς η κασέτα του υπογείου παίζει στο κασετοφωνάκι πάνω στο σταυρό. Κι εκεί
ακριβώς – στο τέλειωμά της – φωνάζω «Όταν θέλεις κάτι να το διεκδικείς στην ώρα
του..αλλιώς να το βουλώνεις όταν το διεκδικεί κάποιος άλλος.» Κόβω τα
γαϊδουράγκαθα που θεριέψανε κατά μήκος του τάφου και κινώ στο σπίτι για να
αλλάξω το χρόνο με τα παιδιά μας, τα παιδιά της κυρίας και κυρίου Ο, που όταν
θέλουν κάτι δεν το διεκδικούν ποτέ στην ώρα τους ...
Φωτογραφία απ’την ταινία The
Cars that ate Paris (1965)
Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012
Bar ID.
- σφαγμένα πρόσχαρος
- αηδιασμένα λογικός
- ακουμπισμένα άχαρος
- καπνισμένα παρθένος
- τραγουδισμένα αυστραλιανός
- τυποκλοπημένα επικηρυγμένος
- αρρωστημένα υγιέστατος
- εφησυχασμένα μπαρόβιος
- σιχαμένα αναίσθητος
- ερωτευμένα κλοπιμαίος
- ματιασμένα ευαίσθητος
- σαλεμένα μιαρός
- κι άλλο ένα επίθετο μας λείπει
που θα τελειώνει σε –ος
- μπαραδιασμένα κατάλογος
- αυτό δεν είναι επίθετο ρε μαλάκα!!!
Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012
Μια απίστευτη μαρινάτα...
Σε
είχα δει στα χαμάμ,
δεν ήξερα αν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω.
δεν ήξερα αν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω.
Η
γύμνια έχει μια πολύ γλυκιά μυρωδιά
που
με στέλνει στα έγκατα της κόλασης.
Ο ατμός
που βγαίνει απ’ το νερό
μου
λέει πως είσαι κόρη του Σατανά
κι
αν εγώ είμαι γιος του Διαβόλου
τότε
κι οι δυο πρέπει να τρέξουμε μες το σκοτάδι.
Ο σοδομισμός
δεν είναι μόνο για τα ζώα
η ανθρώπινη
σάρκα δεν είναι μόνο για τους κανίβαλους
θ’
ασελγήσω στο κορμί σου αν ασελγήσεις στο δικό μου
γιατί
το αίμα κρασί δεν γίνεται.
Ας
ξαπλώσουμε λοιπόν στο τραπέζι,
ας
βιάσουμε ο ένας τον άλλον μέχρι τελικής πτώσης
κι
όταν οι «χυμοί» μας ανακατευτούν στην κάψα και ξεφτίσουν
θα
φτιάξουν μια απίστευτη μαρινάτα
Αν
έβαζα το χέρι μου μες στο κουτί της Πανδώρας,
αν
βασανιζόμουν από μια θανατηφόρα ευλογιά,
αν
ήμουν λεπρός ή είχα εξογκώματα στο δάκτυλο του ποδιού
θα
μ’ έβλεπες ακόμα με καλό μάτι όταν θα ‘φευγα;
Αν
πάνω στην παλάμη σου
έγραφα
το όνομά μου με μια λεπίδα
θα
ξεθώριαζε;
Αν
σε φιλούσα στα χείλη θα σκεφτόσουν πως είναι λάθος
ή θα ερχόσουν μαζί μου;
ή θα ερχόσουν μαζί μου;
Ο σοδομισμός
δεν είναι μόνο για τα ζώα
η ανθρώπινη
σάρκα δεν είναι μόνο για τους κανίβαλους
θ’
ασελγήσω στο κορμί σου αν ασελγήσεις στο δικό μου
γιατί
το αίμα κρασί δεν γίνεται.
Ας
ξαπλώσουμε λοιπόν στο τραπέζι,
ας
βιάσουμε ο ένας τον άλλον μέχρι τελικής πτώσης
κι
όταν οι «χυμοί» μας ανακατευτούν στην κάψα και ξεφτίσουν
θα
φτιάξουν μια απίστευτη μαρινάτα
Θα
σε ψήσω στη σούβλα σαν χοντρό μοσχάρι
κι
όταν ψηθείς για τα καλά θα σκίσω το σώμα σου στα δύο.
Θα
σκαρφαλώσω στα κόκκινα κόκκαλα σου,
θα
κουλουριαστώ σφιχτά και θα κλειστώ μέσα σου.
Μες
στο σώμα σου θα ονειρευτώ πράγματα
όπως
πάπιες με μουστάρδα,
λάχανα και βασιλιάδες
λάχανα και βασιλιάδες
θερμός
γεμάτα με σάλτσα σοκολάτας
και
άντρες που ζουν μονάχα με τύψεις.
Ο σοδομισμός
δεν είναι μόνο για τα ζώα
η ανθρώπινη
σάρκα δεν είναι μόνο για τους κανίβαλους
θ’
ασελγήσω στο κορμί σου αν ασελγήσεις στο δικό μου
γιατί
το αίμα κρασί δεν γίνεται.
Ας
ξαπλώσουμε λοιπόν στο τραπέζι,
ας
βιάσουμε ο ένας τον άλλον μέχρι τελικής πτώσης
κι
όταν οι «χυμοί» μας ανακατευτούν στην κάψα και ξεφτίσουν
θα
φτιάξουν μια απίστευτη
μια
απίστευτη μαρινάτα.
Απόδοση: Γιώτα Παναγιώτου
μέσα από το album
Mikelangelo & The Black Sea Gentlemen
"Journey Through the land of Shadows"
Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012
Γιώργος Τουρκοβασίλης / Τα Ροκ Ημερολόγια
Είναι
το τελευταίο καιρό που η μνήμη μου παίζει εννιάμπαλο μες στο κεφάλι και αναζητά
μονάχα μια αφορμή για να ξεθυμάνει τα δικά της. Μέσα δεκαετίας του ’90 πηγαινοερχόμουν
απ’ τα Εξάρχεια για μπίρες, σε μια κουζίνα στο Μοσχάτο και τούμπαλιν. Σ’ εκείνη
τη κουζίνα ζούσε ο Κωστής με την ανάπηρη μάνα του κι όταν η γυναίκα τράβαγε να
ξεκουράσει το σακάτικο κορμί της, ο γιόκας ερχόταν σπίτι με το ξεφτισμένο τζιν «σωλήνα»,
την χειροποίητη «Exploited» μπλούζα τίγκα
στα κεριά απ’ τη βιοτεχνία που δούλευε και μ’ έπαιρνε τηλέφωνο να ξεκινήσουμε τις
αλκοολομουσικές μας βόλτες. Την περίοδο εκείνη ακούγαμε συνέχεια αντεγραμμένες
κασέτες των Agent Orange
και
σουρωμένοι καταλήγαμε στο παλιό το «Stand» στη Μπενάκη
ζητώντας απ’ το Λεβάκο να μας βάλει βερεσέ Τζακ και λίγο Bauhaus. Με τον Κωστή ανταλλάσαμε πάντα βιβλία
και μουσικές γνώσεις κι ένα μεσημέρι σ’ εκείνη τη κουζίνα στο Μοσχάτο μου χε
δανείσει το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη, «Τα Ροκ Ημερολόγια» από τις εκδόσεις
«Οδυσσέας». Πανκογκοθάδες, μεταλάδες, χουλιγκάνια, Σαμπαθιανοί και
Σκορπιονάδες, τα φρικιά της εποχής, οι στιχομυθίες του Έμερσον, ολόκληρες
κουλτούρες κρύβονταν εκεί μέσα και στις σελίδες, του όπως αποδεικνύεται σήμερα,
ιστορικού πια βιβλίου του Γιώργου Τουρκοβασίλη. Το βιβλίο διαβάστηκε τότε,
σημειώθηκαν «εδάφιά» του, συζητήθηκε και αναλύθηκε ώρες με τον Κωστή και άλλους
εφήμερους συνδαιτυμόνες μες στην παλιά «Stand»
του Λεβάκου και χάθηκε τελικά μέσα σε μια τσάντα με δυο βινύλια και σ’ ένα ταξί
στην διαδρομή επιστροφής Εξάρχεια – Μοσχάτο.
Ξυπνώντας
σήμερα το πρωί και μέσα σε μια άλλη κουζίνα χιλιόμετρα μακριά από εκείνη του
Κωστή είδα στα μέηλ μου πως το συγκεκριμένο βιβλίο έχει «ανεβεί» ολόκληρο στο site του scribd.
Το βρήκα, το «κατέβασα» και ξεκίνησα πάλι να το διαβάζω σκεφτόμενος εκείνα τα
χρόνια, τις κασέτες των Agent Orange, τον Κωστή και όλα τα έντιμα «φρικιά» που βρεθήκαμε
μαζί μέσα στους καιρούς.
Ακολουθεί
μικρό απόσπασμα από το βιβλίο και η εξομολόγηση ενός 16χρονου πανκ μετά από την
ιστορική συναυλία των Bauhaus στην Ελλάδα το ’83.
Αμέσως
μετά ολόκληρο το βιβλίο.
……………………………………
«Ντύνομαι πανκ αλλά νιώθω ότι ανήκω σε
μια ατομική περιθωριοποίηση κι όχι σε μια ομάδα. Είναι σπαστικό να μου μιλάνε
οι άλλοι πανκ στη δική τους διάλεκτο σα νάμουνα δικός τους, επειδή φοράω τα
ρούχα τους. Πιστεύω στην Αναρχία. Όχι σε μια κλασική ή πανκ αναρχία, αλλά σε
μια ψυχεδελική αναρχία. Παλιά πίστευα ότι οι αναρχικοί σπάνε τις βιτρίνες και
δέρνουν, τώρα ξέρω ότι τις βιτρίνες τις σπάνε οι χαφιέδες και δέρνουν οι
φασίστες. Μ’ αρέσουν οι Echo & the Bunnymen, οι Virgin Prunes, οι Pop Group, οι Cure, οι Birthday Party. Δεν φοβάμαι τους μπάτσους αλλά τους μισώ. Είδα μετά
από μια συγκέντρωση εφτά απ’ αυτούς να έχουν πιάσει ένα παιδί, να τόχουν γονατίσει
και να το κλοτσάνε και δίπλα ένα χαφιέ να κρατάει ένα ξύλο και να το χτυπάει
από πίσω. Αν έχω σεξουαλικό πρόβλημα, είναι γιατί δεν βρίσκω και νομίζω δεν
υπάρχει μια κοπέλα που να με καταλάβει. Θεωρώ ανόητο να κάνεις έρωτα μηχανικό
χωρίς ψυχική επαφή, όπως κάνουν με τις ξένες τουρίστριες. Δεν μπαίνω σε fast food, roller ούτε
σε ντισκοτέκ. Γράφω ποιήματα. Ξεπέρασα και την ανάγκη να ‘χω μηχανάκι και μια
κιθάρα και να γυρίζω. Το μόνο που θάθελα τώρα είναι νάμαι σ’ ένα νησί, μέσα σε
μια σπηλιά και να πάθω ψυχοπλάκωμα μέχρι να αυτοκτονήσω».
Τουρκοβασίλης Γιώργος - Τα ροκ ημερολόγια
Ετικέτες
Έλληνες Πεζογράφοι,
In a bar under Inferno
Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012
Το soundtrack της μπαρωδίας
Ο
Jeffrey
Lee
Pierce
με
τη καραμπίνα στον ώμο
ο
Greg Sage με
τη μπαντάνα στο κεφάλι
ο
Rowland
S.
Howard
με
τον Σελίν στο κομοδίνο
ο
Nikki
Sudden
φορώντας
ημίψηλο καπέλο δίπλα στο ποτάμι
ο
Joey
Ramone
με
τα μαύρα του γυαλιά
ο
Johnny
Thunders
χεσμένος
απ’ τα ναρκωτικά
ο
Joe
Strummer
δίπλα
από μια φωτιά
και
ο Lux
Interior
μονάχα
με το σώβρακο
πίσω
από μια πράσινη πόρτα.
Το
ταξίδι είναι μακρύ
ήρωες
δεν υπάρχουν
και
η ζωή χορεύει το
ηλίθιο
βαλς
του
θλιμμένου καουμπόι
που
κοιμάται μονάχος
εκεί
που τελειώνουν τα ποτάμια
και
ξεκινά ένα φωτισμένος πόλεμος
που
δεν μπορεί να αγκαλιάσει τη μνήμη
σαν
οι μπάτσοι είναι πίσω απ’ τη πλάτη σου
και
η ανθρώπινη μύγα σου λέει
πως
τα πάντα θα πάνε καλά.
Μάλλον
δεν έχετε ιδέα τι εννοώ.
Πίνακας
Wild Ride by Claus Castenskiold
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)