Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έλληνες Ποιητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έλληνες Ποιητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Βάιος Καλογριάς / απέγινε η καρδιά


είμαι ο Άνθρωπος που μιλάει. Αλήθεια. τα λόγια Δεν είναι επάγγελμα. για εμένα. είναι Αξία & Πάθος. είμαι καλά. καλά είμαι. όμως  κλαίω. κ΄ είμαι υγιής αλλά στεναχωριέμαι τόσο. συνεχώς λυπάμαι. μια χαρά είμαι μέσα στον πόνο. ωστόσο. Ναι είμαι τέλεια το παραδέχομαι. περίπου. μα υποφέρω. κανένα πρόβλημα καμία κακουχία. είμαι ελεύθερος. νομίζω; να τυραννάω το μυαλό μου. "Πετουρεί κι εμένα η ψυχή μου, δε λέω". αλλά τα καταφέρνω να ξεχνιέμαι με φίλους που καταλαβαίνουν. άραγε υπάρχουν; με δένω. ο ίδιος μου εαυτός με συλλαμβάνει. ο εαυτός μου ένας γαμημένος μπάτσος. μου φοράει βραχιόλια. μου τα παίρνει όλα. Εσένα πρώτα. με χώνει βαθιά σ' ένα κελί. ένα κελάρι. με μία όμορφη. μία και μοναδική παρέα. στα μάτια των συγκρατουμένων βλέπω εσένα μοναχά. με σκοτώνεις. και δεν καταλαβαίνω. πως είναι δυνατόν να σου αρέσει να σκοτώνεις. αυτό το πράγμα το δυσεύρετο. το αθώο κι Ωραίο με την αρχαία έννοια η τελευταία λέξη που ξεκινάει πάντα από Α. και με κοιτάνε. τα δικά μου μάτια. τα από μέσα. να πεθαίνω. και ταυτόχρονα να αναπνέω. βαριά να παίρνω ανάσα. Ανάσσα  - Αργοσβήνω. τρέμω χάνομαι σκάω. με ο,τι ζητάω πορεύομαι στον χρόνο χωρίς να το έχω. αλλά ρε φίλε πάντα το κουβαλάω μαζί μου. το φοράω στο νου μου το ξεπλένω με δάκρυα να καθαρίσει να γίνει έντονο διάφανο να γενεί αγωνία κι έπειτα το καταστρέφω. σε πρώτο πρόσωπο προστάζει η λεηλασία να επιτάξει. είμαι εκείνο που το αφήνουν. σταδιακά διαδοχικά όλοι ένας ένας μία μία. Μόνο. αυτό που πάντα άλλωστε ισχυρίζομαι πως επιδιώκω. αλλά δεν ξέρω ακόμα. πόσο μακριά θα φτάσω για να σου πω, ότι είμαι αυτό που δεν σαπίζει. δεν διαβρώνεται δεν χαλάει. είμαι κάτι. μέσα στο στήθος. βαράει χτυπάει κοπανιέται γελώντας ξαφνιασμένο έντρομο απλησίαστο πλάσμα. το άρωμα του αντίο παντοτινό στα ουράνια.

Πίνακας: Francisco Goya / Prison Scene

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Γιώργος Μανάδης / Στο Εργοστάσιο κραγιόν



Spring όπως πηδώ.

Δεν νομίζω να αντέξω έναν ακόμη τέτοιο χειμώνα.
Σήμερα ένιωσα τους μυς του δεξιού μου ποδιού να αχρηστεύονται.
Αργότερα ζέστανα τον εαυτό μου.
Σχεδόν ίδρωσα.
Περιμένοντας την επιστροφή τους διαβάζω.
Ήδη άπλωσα αίμα στους τοίχους.
Εδώ στο εργοστάσιο κραγιόν.


Crayon Fac.

Στο εργοστάσιο κραγιόν η θέση μου είναι να ακονίζω τις μύτες.
Η φίλη μου-δύο χρόνια με οφέλη-είναι δοκιμάστρια.
Όλο το χειμώνα αναμέναμε τους κυνηγούς.
Μόνοι.
Άθερμοι.
Της σπάνιας γλυκόριζας.
Με καφέ στυφό που στάδια έχανε την ποτένσα του, νερό, μακαρόνια, πατάτες, ταχίνι με κακάο και μέλι.
Ζάχαρη κλέβαμε. Μαζί με αλκοόλ.
Ο καφές ήταν θέμα εγρήγορσης. Και επιβίωσης.
Είχαμε συνδυάσει το άνοιγμα της πόρτας με το γαύγισμα των σκυλιών

Arkeau.

Αν είναι να κουβαλάς πτώματα καλό είναι να τα κουβαλάς στην αγκαλιά σου.
Σαν μια κατσαρόλα νερό.
Κυνήρηδες.
Σκαμμένοι μες στο βουνό σαν παλιές αμερικάνικες βάσεις.
Ο οδηγός που με έφερε πρώτη φορά εδώ ήταν λίγο κουφός.
Ή εγώ μίλαγα πολύ σιγά τότε.
Και είχε χαλασμένο ραδιόφωνο.
Στην πρώτη στάση κουβαλήσαμε γύρω στους 100 τόμους εγκυκλοπαίδειες και μαγειρική.
Σε ένα σπίτι με κήπο σε μια ανηφόρα.
Από τότε έχω να πάω στο σπίτι μου στο Αρκώ.

Soci.

Στο εργοστάσιο έβλεπα πάντα την ανάσα μου.
Στην αγγελία ζητούσαν τόνους περίεργα πράγματα.
Στα κοινωνιολογικά κουτάκια ρωτούσαν μόνο πως επηρέασε τη σεξουαλική μας ζωή το Snakes on a Plane.



Φωτογραφία: Γιώργος Μανάδης
περισσότερα ποιήματα στο προσωπικό του ιστολόγιο

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Καλή Χρονιά...


Πες μου με τι μαχαίρι θα κοιμηθείς
Να σου πω με τι πληγή θα ξυπνήσεις!

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Επειδή δεν είχε τίτλο η θέα...του Βάιου Καλογριά


Εδώ που οδηγηθήκαμε,
από μόνοι μας
Θέλω,
για μια φορά να ανακαλύψω έναν κόσμο
Χωρίς αναμονές
Και τώρα
Η αιτία που ανέτρεψε (το περιμέναμε)
την υπομονετική σου καλλιέργεια
Θα έχει, τη φιγούρα ενός ανθρώπου
Που δεν θες να 'σαι
ούτε κοντά
τέτοιοι πρεσβεύουν
τα λιγοστά που απόμειναν
να εμπνέουν έλξη
πέρα απ’ το σώμα,
τα προσωπεία
οι πρεσβευτές
εκείνων που αγαπάμε
μισημένοι
κάτι άλλο ηγούνται
Κι εμείς να επιμένουμε
να αγαπούμε
ο,τι έρχεται κοντά μας
ώρες
που αποφασίζουμε
πως παύουμε να το αναζητάμε
κύριοι και κυρίες
-ναφθαλίνες πολυτελείας-
το βάρος σας (μες στα ενδύματα – όχι στα εσώρουχα)
κρύβει τη θέα μου


Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Ράκος...του Βάϊου Καλογριά


Κενό – ας γράψουμε

Για το κενό

Που τίποτα δεν έχουμε να πούμε

Για το ψέμα

Το πεταμένο

Το ειδεχθές

Και για την έχθρα

Που φωλιάζει

Σκορπιός κουρελιασμένος

Σαν βελόνα

Στο απρόσωπο

Του αυτοσεβασμού

Στο έγκριτο δέος

Σουβλισμένο

Από της κάνες

Της αλλόκοτης συνήθειας

Διασχίζει

Τα φτωχά όνειρα

Έρωτα

Των επαναστατών στη φρίκη

Τα σκόρπια τους μπαρούτια

Που με βία τραβάν

Χειρόφρενο στη μιζέρια

Κι ακολουθούν

Ακολουθούν

Τη χασμωδία

Μιας βραστής συμπόνιας

Παινεμένης

Απ’ τ’ άκρατο πλήθος

Της άφταστης και κραυγαλέας ουτοπίας

Που δεν λογαριάζει

Την καλλιέργεια των καρδιών

Τ’ όργωμα το γάζωμά

Και το στιλέτο

Εντός τους

Η χώρα σου

Η μόνη ομορφιά

Π’ αντέχεις

Και σε σκοτώνει

Με τραύματα π’ ανελλιπώς

Φωτογραφίζεις

Και γουστάρεις

Αυτή την ανθεκτική

Διαταραχή της

Τέρας!

Σε βρίσκω

Σ’ όλα τα ονόματα

Που ψεκάζεις στους τοίχους

Και στην ανάβω

Ως συνθέτης

Ο Προκρούστης

Της μύχιας σκοτοδίνης

Καθώς γυρνάει σελίδα

Ο Εφιάλτης

Στη μόνη όψη

Που δεν σε ριζώνει

Στο απέραντο

Μονοπάτι

Του λαξευτού σου θρήνου

Στην αχίλλειο φτέρνα

Καίγεται

Στα επίπεδα

Φωνητικών οργασμών

Που ευνουχίζουν

Το ταγάρι του τεμπέλη

Κρεμασμένο στο φαράγγι

Την τάφρο

Τη γυναικεία

Χαράδρα

Με το κόκκινο

Άρωμα της

Κουρτίνα

Να σκίζεται

Και ν’ ανταμώνει

Στη στάση

Αποκαλύπτοντας

Ευδιάκριτα

Την άχρηστη ουσία

Των αερογραμμών

Του προστάτη θεού

Απογυμνωμένου

Να σου κάνει νάζια

Η κουφάλα

Η Τρίτη υπόσταση

Κλείνει το μάτι

Κι από κει

Θα διαρρεύσει

Ο τόπος της νύστας

Που σε σκλαβώνει

Φως μου

Ουράνιο νήπιο

Της πατρίδας

Υβρεολόγια

Γειτονική ανακρίβεια

Χύσου

Απ’ τ’ ορατό του κόσμου

Του φυσικού

Υποταγή και βουλή

Καλπάζει

Πάνω σε τυφλά

Σε πεινασμένα

Δόντια

Του ερέβους

Χάσου

Και μην ακούς κανένα

Που προσκυνά

Κι υποκλίνεται

Καρικατούρα κι ο ίδιος

Επαναλαμβάνει ό,τι λέγεται

Σκασίλα μου

Αν σ’ έχω εμπρός μου

Το κρύο σου σκήπτρο

Δεν με παγώνει!

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Σκηνές βίας μετά από Ελεύθερη Πτώση…του Χρήστου Φούκη

«Απλά κι ανούσια»

Χαρά. Μεγάλο καλό. Και ο καιρός περνάει γρήγορα.

Τραβάς το καζανάκι.

Και πεθαίνεις.


~ ~ ~


«Ελεύθερη Πτώση»

5.


Γνωρίζω.

Μερικά πράγματα

δεν θα αλλάξουν.

Τα πουλιά θα συνεχίσουν

να πεθαίνουν.


Παλεύω την αγωνία μου.

Αγωνία για κάτι καλό.

~ ~ ~


6.


Η πτώση μου μοιραία.

Γιατί με χτυπάς;

Σκέψου.

Είμαι ήδη νεκρός.


Ούρλιαξε!


Όπως έκανε η μητέρα μου

όταν με έβλεπε να πέφτω.


Την αγαπούσα κι αυτή.

~ ~ ~


09-09-2010


Και τώρα άσε τους πεθαμένους

να μαλώνουν

για το ποιος θα έχει

την καλύτερη θέα.


Αυτοί ξεχνούν την κατάντια τους

ενώ εμείς κοιμόμαστε αγκαλιασμένοι.


Ας’ τους λοιπόν και αγάπησέ με

όπως κι εγώ,

για να κλείσουμε

μια και καλή

την πόρτα πίσω μας.


Να αφήσουμε όμως

το παράθυρο ανοιχτό

μήπως θελήσουμε

να πέσουμε από εκεί

καθώς θα ξημερώνει.

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Ανακρεόντειο


γ δ’ σοπτρον εην,
πως ε βλπς με.
γ χιτών γενοίμην,
πως ε φορς με.
δωρ θέλω γενέσθαι,
πως σε χρτα λούσω.
Μύρον, γύναι, γενοίμην
πως γ σ’ λεψω .
Καί ταινίη δέ μαστ
ν ,
καί μάργαρον τραχ
λ.
Καί σάνδαλον γενοίμην
μόνον ποσίν πάτει με.


...


Κι εγώ καθρέφτης να 'μουνα

για να με βλέπεις πάντα.

Εγώ χιτώνας να γενώ,

πάντα να με φορείς.

Νεράκι θέλω να γινώ,

το σώμα σου να λούσω.

Μύρο, γυναίκα, να' μουνα

να σε αλείψω εγώ.

Στο στήθος σου στηθόδεσμος,

κολιέ μαργαριτάρι.

Σαντάλι σου, εμένανε

μονάχα να πατάς.




Σημείωση:Το ποίημα στα αρχαία ελληνικά περιέχεται στην έκδοση Αρχαίοι Λυρικοί-Μελικοί, εκδ. Άγρα στα Ανακρεόντεια αρ.18. Η παραπάνω μετάφραση όμως , είναι του Ναυτίλου. Το εικαστικό θέμα είναι έργο της Σοφίας Λασκαρίδου (1882-1965) με τίτλο "μπροστά στο τζάκι".


αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του ναυτίλου


Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Η Ύδρα των Πουλιών...του Νίκου Εγγονόπουλου


Μακρυνές συναυλίες, οπάλινες σπίθες, του πρώτου σπιτιού μας μέσ' στη λαύρα του θέρους,
Στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
Θ' ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ' αχιβάδες και κάστρα
Που βουβά παραστέκουν σ' όσ' αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
Αυλακώνουν μ' αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων, στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,
Μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα, και πόθο που λες πάει να σβύση κι αποτόμως γυρεύει
Ν' ανεβή πιο ψηλά, να γκρεμίση, να σπάση, παραθύρια ν' ανοίξη, να φωνάξω, να κλάψη,
Να ρημάξω, ν' αράξη, να σκιστή, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
Περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ' αρβανίτικο χώμα,
Κι όπου φτάση, αν φτάση, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
Τροπικούς και πηγάδια θα διαβή, ως να φέξη η αυγή η πλανεύτρα μ' άυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν' αγοράση κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια, ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
Στη μορφή μου να δέση τη μορφή των πουλιών.


Κι ΕΔΩ η ανατριχιαστική μελλοποίηση του Θείου Νώντα στο καλύτερο ελληνικό άλμπουμ της φετινής χρονιάς

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

365°...του Βάιου Καλογριά


Όταν φύγουμε προφυλαγμένοι
Από το όμορφο, οι ορίζοντες
Διακεκομμένοι
Θα ταχτούν υπέρ της ήττας
Ανεβαίνουνε στα ψηλότερα κλαδιά
Με την υπόνοια
Πως εκείνη η τρομαχτική αναλαμπή
Θα εξακολουθεί να τραγουδά
Απαλλαγμένη από τις ανούσιες παρέες
Των φαντασμάτων
Κάθονται δίπλα και ξεφυλλίζουν
Εφημερίδες κυριακάτικες
Συννεφιάζοντας απότομα τη διασωθείσα
Λιακάδα της μελαγχολικής αργίας
Πραγματικά
Αντιγράφεται μια συμπεριφορά
Της σχέσης διαβόλου με λιβάνι;
Και βήχει, με πόνο
Στους πνεύμονες
Δεν μεγάλωσε ποτέ το συν
Όλα τα αρνητικά σωρεύονται
Ένα ψηφιδωτό έργο τέχνης
Στα διαλείμματα
Γαργαλάει το αυτί τρυφερά
Μετά από όλες τις καταστάσεις που συλλέχθηκαν
Από τις καμπάνες του ωροδείκτη
Κάθε δευτερόλεπτο πυροβολισμός
Και δώδεκα εκρήξεις
Άνευ κορύφωσης
Ο εθισμένος αγκάλιασε
Το σώμα της Μέδουσας
Κι εκείνη σφιχτά
Ανταπέδωσε χώνοντας τις πέντε βελόνες των δακτύλων της
Ταυτόχρονα
Τον πότισε με το ερωτικό της φίλτρο
Και τον χαλιναγώγησε, όπως είθισται
Δια μορφή νυστέρι
Κι αναζητάς ακατάπαυστα να στρίψεις
Το νόμισμα για να γυρίσει πέφτοντας στην πλευρά του αύριο
Σήμερα τελευταία φορά
Χαμογελάς πικρά που η τύχη δεν στάθηκε στο μέρος σου
Κι έχεις μια δικαιολογία, πιο ισχυρή κι από το τζόγο
Ιλαρό αντικείμενο
Φθινοπώριασε και το κρύο είναι πολικό
Πληγώνει τις αρθρώσεις μου
Και στον ιδρώτα μου κολλάν τα ρούχα μου μήνες άπλυτα
Δεν αισθάνομαι δεν έχω αισθήσεις
Τις μοίρασα ή χάθηκαν με κάθε μικροποσότητα
Που με διεγείρει και με ωθεί στο κοίλο λήθαργο
Στα πιο ανεξερεύνητα υποχθόνια υποστρώματα
Κυρία των δυνάμεων
Σιωπηλή διοικήτρια
Πασάλειψες ό,τι έμεινε από το πρόσωπο
Με κάρβουνα σβησμένα
Μην τολμήσεις Μην
Την τυραννία σου να μου στείλεις πάλι
Κάθε στιγμή θα τρέχω εγώ κοντά σου
Τόσα κοινά που έχουμε
π.χ. τον εαυτό μου
Κι αυτό το ξέρω όπως μαραίνομαι
Σαν γιορτινό τραπέζι
Σαν οικογενειακή φωτογραφία, μετά από 80 χρόνια
Μου μιλάς με τα φρικτά σου λόγια
Κι ερεθίζομαι,
Μεταναστεύω ανεβοκατεβαίνοντας
Σ’ ένα αλογάκι πορσελάνινο που
Περιστρέφεται και με ζαλίζει
Με τα γλυκά του χρώματα
Τα άκαμπτα πέταλα του
Και τη μακάβρια μουσική
Απ’ το χλιμίντρισμα του
Μια σειρήνα δεκτική
Με πολυφωνική ωδή
χαααααααααααααααωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω
Στεγνή πανούκλα
Κοιμήσου στο κρεβάτι του νεκρόφιλου
Πώς να του αντισταθείς
Ακούς, βλέπεις
Μα δεν αισθάνεσαι
Εσένα το Βασίλειο σου σ’ αποφεύγει
Όπως ο σατανάς το λάβδανο
Τρωτά στο σύνολο τους
Τα σημεία της καθαίρεσης
Τόσες εκλάμψεις
Κι ο αντίλαλος τους διαβαθμίζεται
Ικετευτικός κι επώδυνος
Ο τοίχος δεν ακολουθεί τις κόρες σου
Όπως ο κάθε ανώμαλος
Η κάθε μια που δραπετεύει
Από το στρόβιλο των σκουπιδιών
και των κίτρινων φύλλων
στο διάδρομο, στους φράχτες, στα χόρτα στα παγκάκια
σε ένα δίσκο ισορροπώ
ή δισκίο
μονό ένα τί να σου κάνει
τα πάντα αν είναι εσύ
που κύλησες
σε μια κούρσα ταχύτητας
τί κυνηγάς
ή σε κυνήγησε ο πόθος μου
ο διεισδυτικός
σε κατακρεούργησε συνειδησιακά
πως θα αντιμετώπιζες μια επίσκεψη
των δρόμων μου έξω από την κλειδωμένη
πόρτα σου
μια πρωινή αναφορά
προτού προλάβεις να πλυθείς
απ τ’ όνειρα σου
ν’ ανταλλάξουμε
έφερα αυτά που φαίνεσαι
πιο απλή κι ευδιάκριτη
λιγότερο από κλάσμα δευτερολέπτου
τα πάγωσα και τα έτηξα
ρευστά να στάζουν πάνω
απ’ το κεφάλι μου
σταγόνες Φανέρωσης
κάτω απ’ το κομοδίνο σου
μαζί με όλες τις αφίσες
των ωραίων
και τον γοητευμένων
τοποθέτησα ένα φυτίλι
και λόγω τιμής θα στο ανάψω
πρώτος εγώ
γιατί αν είναι να μην υπάρχω
προτιμώ να εκραγώ
με τον τρόπο που αγαπώ
παίζοντας μουσική
όπως κομματιάζομαι
στον ορίζοντα
χαμένος στη σκέψη σου
μια αμυδρή ανάμνηση
ένα γνωστό
μοτίβο λέξεων ασυνάρτητων
και πολυδιάστατων
στο χέρι σου σωριάζουν τη
νύχτα περιδέραιο
στα πόδια σου οι μέρες
χαλιά πορφυρά
και κάθε εύνοια
όλων των χρόνων σου
αδέκαστη υπόσχεση

«Σταμάτα πια!»

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Ο Κύριος Κανείς...του Νικόλαου Ποριώτη


Ποιος να ’ν’ αυτός ο «Κύριος Κανείς»;
Χτες, σαν καθίσαμε να πιούμε τσάι,
μπράμ, να σου τον, ένα φλιτζάνι σπάει
και βρέχει το φουστάνι της Φανής,
ο σκανταλιάρης «Κύριος Κανείς».

Κι ύστερα τσίμπησε την άσπρη γάτα,
έσπασε και δυο τρία καλά πιάτα,
εζούληξε του Γιάγκου το καπέλο,
και ξέσκισε της Έλλης μας το βέλο,
και μούγκριζε φρικτά σαν Ερινύς,
ο πεισματάρης «Κύριος Κανείς».

Έχει, θαρρώ, κακήν ανατροφή,
γιατί έβαλε μες στον καφέ μου αλάτι,
και μου έμπηξε καρφίτσες στο κρεβάτι,
και στο σκαμνί του μπέμπη ένα καρφί,
κι ύστερα τον ρωτούσε «που πονείς;»
ο κατεργάρης «Κύριος Κανείς».

Ποιος να ’ναι; Μπα! κανείς μας δεν τον ξέρει,
κανείς μας δεν τον είδε πουθενά…
Μ’ αυτός τα παιχνιδάκια μας χαλνά,
κι έσπασε και της πλύσης το πανέρι.
Δεν είναι, φαίνεται, καθόλου ευγενής
αυτός ο μάγκας «Κύριος Κανείς».

Δεν τον γνωρίζουμε! Ορκιζόμαστε.
Μας η μητερούλα μας χαμογελά
και λέγει πως τον ξέρουμε καλά
και πως δεν πρέπει να κρυβόμαστε
και ψέματα να λέμε στους γονείς,
γιατ’ είμαστε όλοι εμείς ο «Κύριος Κανείς».


από το βιβλίο:

Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο,

Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975

ίσως να είναι και το μοναδικό ποίημα από το δημοτικό που θυμάμαι...ειδικά η τρίτη του στροφή είναι εντελώς σατανική...

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

Νίκος Καρούζος...Τρομάζοντας από γέννηση


ΤΡΟΜΑΖΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΓΕΝΝΗΣΗ

Κάθε πρωί ξαφνιάζομαι
ξυπνώντας απότομα
σκέφτομαι λίγα δευτερόλεπτα
λέγοντας υπάρχω λοιπόν ακόμη.
Τέτοιος ο τρόμος που με
συνέχει από λίκνου.
Ράμπα 15-02-88
(ανέκδοτο)

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Μικρή μαρτυρία για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, (απόσπασμα)...του Μανόλη Πρατικάκη

Θα περιγράψω ένα περιστατικό σχετικά με δημοσίευση ποιημάτων του Λειβαδίτη σε περιοδικό, γιατί νομίζω ότι έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται σ’ αυτό και άλλοι σημαντικοί ποιητές. Το 1988ήταν τα δεκάχρονα του περιοδικού «Το Δέντρο» και στο πανηγυρικό τεύχος ο Μαυρουδής και ο Γουδέλης θέλησαν να τιμήσουν τον Λειβαδίτη, με πρωτοσέλιδα ανέκδοτα ποιήματά του.

Ο Μαυρουδής γνώριζε την φιλία μου με τον Λειβαδίτη και με παρακάλεσε να μεσολαβήσω για τη συγκατάθεσή του και να έρθουν τα πρωτότυπα κείμενα στα χέρια τους. Πράγματι τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του εξήγησα την πρόθεση του περιοδικού και εκείνος συμφώνησε. Συναντηθήκαμε στο σπίτι του και μου έδωσε τα ποιήματα, τα οποία και έδωσα στο «Δέντρο». Το περιοδικό όμως είχε ζητήσει συνεργασία, για το ίδιο, πανηγυρικό τεύχος και από τους Ρίτσο, Καρούζο, Βρεττάκο, κ.λ.π. Προσωπικά αγνοούσα τα ονόματα των άλλων συνεργατών πλην του Λειβαδίτη. Δέκα μέρες, περίπου, αργότερα με παίρνει τηλέφωνο ο Λειβαδίτης. Άρχισε διστακτικά να μου λέει ότι δεν ήταν απαραίτητο να μπουν «πρώτα» τα ποιήματά του, και κάτι τέτοια. Του απάντησα ότι η επιλογή ήταν πηγαία, ότι «ήταν μια επιλογή εκτίμησης και αγάπης σ’ εσένα και το έργο σου» κ.λ.π. «Καλά παιδί μου», απάντησε, όπως συνήθιζε με τους φίλους του. Την επόμενη άλλο τηλεφώνημα, γύρω από το ίδιο θέμα με αυξανόμενη αγωνία. Παρά τις εξηγήσεις μου, που προς το παρόν τον έπειθαν, επανερχόταν εναγωνίως. Όταν τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, απάντησε αρνητικά. Όμως όπως έμαθα αργότερα, υπήρχε. Στο μεταξύ ο Νίκος Καρούζος, αυτός ο σπουδαίος ποιητής, φίλος επίσης, και με πιο συχνές συναντήσεις, είχε μάθει τη μεσολάβησή μου για τα ποιήματα του Λειβαδίτη στο «Δέντρο». Με παίρνει, λοιπόν, έξαλλος, σ’ ένα μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα, βρίζοντας τους υπεύθυνους του περιοδικού και αφήνοντας αρκετές αιχμές για τη δική μου μεσολάβηση. «Τον Φίλο σου τον Λειβαδίτη», όπως έλεγε συχνά με κάποια ζηλόφθονη σκοπιμότητα. Πάνω από μισή ώρα φώναζε με ένα βάναυσο επίμονο, δαιμονικό αλλά συγκρατημένο λόγο: «κανείς ζωντανός δεν μπορεί να προηγηθεί από μένα, να το πεις στους φίλους σου, στον άθλιο Μαυρουδή και τον τρισάθλιο Γουδέλη, ας μην τολμήσουν...σαράντα χρόνια τώρα μου χρωστάει η Ελλάδα...κανένας ζωντανός», επαναλάμβανε για πολλοστή φορά ως συνήθιζε, «μόνο οι νεκροί μπορούν να προηγηθούν, μόνο οι νεκροί», κ.ο.κ. Προσπάθησα μάταια να τον καθησυχάσω. Επαναλάμβανε σαν από μαγνητόφωνο τις ίδιες ακριβώς φράσεις, σα μια οργισμένη μηχανή που ήξερε να χρησιμοποιεί μόνο αυτές τις λέξεις, με αυτήν την αλληλουχία, με την ίδια αδιάλειπτη οξύτητα και οργή. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επομένη. «Αλλά οι άθλιοι ας μην τολμήσουν» ήταν η επωδός. Όταν έκλεισε ήρθε μπροστά μου η ήρεμη, καλοσυνάτη μορφή του Λειβαδίτη, ο διακριτικός, γεμάτος δισταγμούς λόγος του, που «απαιτούσε» ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που απαιτούσε ο μαινόμενος Καρούζος. Τι διαφορά! Έβλεπα μπροστά μου δυο ειδών παραλογισμούς, που μόνο από καλλιτέχνες μπορούσαν να εκφραστούν. Όταν αργότερα βρέθηκα στο σπίτι του Λειβαδίτη, σε μια στιγμή που εκείνος έλειπε, η γυναίκα του η Μαρία, πολύ εμπιστευτικά μου αποκάλυψε ότι ο Τάσος δεν θέλει να είναι πρωτοσέλιδο «γιατί θα στεναχωρηθεί και θα θυμώσει ο Γιαννάκης», δηλ. ο Ρίτσος, μου είπε χαμηλόφωνα. Και πρόσθεσε, σχεδόν φοβισμένη: «Έχει κάνει και τρεις μήνες να του πει καλημέρα, σε κάποιες ανάλογες περιπτώσεις. Πρέπει όλα να περνούν από την έγκρισή του. Ο Τάσος τον σέβεται, τον θεωρεί δάσκαλό του, αν κι εκείνος δεν παύει ποτέ να μας το υπενθυμίζει, αλλά και τον φοβάται. Συχνά για τέτοια, τον κρατά σε καραντίνα, πράγμα που ο γλυκός μου ο Τάσος, δεν μπορεί να αντέξει. Εσύ ξέρεις πόσο καλός και πόσο εύθραυστος είναι. Ο Ρίτσος έμαθε για το πρωτοσέλιδο του «Δέντρου» και ήδη μας έκανε αρκετούς υπαινιγμούς, ξέρει εκείνος τον τρόπο», πρόσθεσε. Ήταν η Τρίτη κατά σειρά έκπληξή μου.

Όταν την επομένη μου τηλεφώνησε ο Λειβαδίτης, για το γνωστό θέμα, του είπα, σχεδόν, οργισμένος. «Ε, ως εδώ, Τάσο. Τα ποιήματά σου θα μπουν πρωτοσέλιδο. Οι τιμές και τα πρωτοσέλιδα του Ρίτσου δεν μετριούνται. Δεν έχεις δικαίωμα να αποποιηθείς μια τιμή που σου κάνει ένα περιοδικό. Μη με ξαναπάρεις γι’ αυτό το θέμα, τέρμα και τελεία. Ο Ρίτσος έχει μπουχτίσει, αλλά παραμένει άπληστος. Ως εδώ». Φαίνεται ότι η οργή μου τον ανακούφισε. Καταλάβαινε επίσης πως είχα αντιληφθεί την πηγή της αγωνίας του. Και ότι με είχε εξοργίσει η αιτία αυτής της αγωνίας, αυτή η καταπιεστική μηχανή, η ρετουσαρισμένη με τόσο τέλεια και ατελείωτη απρέπεια, στο όνομα της φιλίας και της ιδεολογικής ανιδιοτελούς συντροφικότητας – τι κούφιες λέξεις!

Σ’ αυτό το περιστατικό η μοίρα θέλησε να παίξει ένα μακάβριο παιχνίδι. Πριν κυκλοφορήσει το τεύχος του «Δέντρου» με τη συνεργασία αυτών των κορυφαίων ποιητών, ο Λειβαδίτης εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Αθηνών, και μετά από δύο εξάωρα χειρουργεία για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, στα οποία, με παράκληση του ποιητή, ήμουν παρών, πεθαίνει. Ένας τεράστιος, απρόβλεπτος θρόμβος (μοναδικός στα χρονικά της Αγγειοχειρουργικής κλινικής), έφραξε το μόσχευμα και παρά τις απέλπιδες προσπάθειες, κατέληξε. Φαντάζομαι ότι ο Καρούζος θα έμεινε άναυδος. Τώρα πια θα μπορούσαν άνετα να τεθούν σε εφαρμογή οι αφορισμοί του. «Οι νεκροί προηγούνται». Τον είχε προλάβει η πραγματικότητα. Και φυσικά, ούτε ο Ρίτσος θα τολμούσε να απαιτήσει υπακοή από τον νεκρό «μαθητή» και σύντροφο στους αγώνες και την τέχνη. Όταν αργότερα συνάντησα τον Καρούζο στο γνωστό στέκι της πλατείας Μαβίλη, μου επανέλαβε μ’ εκείνη τη βραχνή μεταλλική φωνή του «οι νεκροί όντως προηγούνται...είδες φίλε μου τι παιχνίδι μας έπαιξε η τύχη;». Μόνο που τώρα η φωνή του είχε ένα ράγισμα, ένα θάμπωμα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι αισθάνθηκε τον παραλογισμό του και ότι είχε ίσως την υποψία ότι με την άγρια εμμονή του οδήγησε (σε επίπεδο μεταφυσικής) τα πράγματα, έτσι, που να προηγηθεί ο Λειβαδίτης, αλλά όχι βέβαια ζωντανός.

Στο σπίτι του νεκρού πια Λειβαδίτη είχαμε μαζευτεί πολλοί. Ήταν εκεί και ο Ρίτσος. Έκλαιγε σπαρακτικά, με λυγμούς, απογυμνωμένος. Γέρος όσο ποτέ. Χωρίς κανένα φτιασίδι. Δίχως να σκέφτεται πως θα τον δει χωρίς τις προσωπίδες του ο κόσμος. Αφάνταστα γέρος, εύθραυστος και πελιδνός, αυτός με τις παλιές συντεταγμένες σοσιαλιστικές του βεβαιότητες με το αγέρωχο επιτηδευμένο ύφος που μας δήλωνε πόσο μακριά στεκόταν από ευτέλειες και ματαιοδοξίες. Ήταν καθισμένος εκεί, ένα θλιβερό ανθρώπινο κουρέλι με πραγματικούς λυγμούς και αληθινά δάκρυα. Πρώτη φορά τον έβλεπα αυθεντικό και γνήσιο. Ήταν η κατάρρευση ενός μύθου. Εκμηδενισμένος, ξένος προς το ποιητικό του σώμα. Έκλαιγε για όλους και για όλα που είχαν καταρρεύσει και προ πάντων για τον ίδιο. (Βρισκόμαστε στο 1989 που μόλις είχε καταρρεύσει η Σοβιετική ΄Ενωση, ο Τσαουσέσκου, κ.λ.π.). Έκλαιγε μπροστά στο θάνατο ενός αληθινά Αγγελικού ποιητή.

Που δεν ήξερε τι θα πει μικρότητα.

Αθήνα, Μανόλης Πρατικάκης

Από το τελευταίο τεύχος του εργοταξίου εξαιρετικών αισθημάτων,
Οδός Πανός, Τεύχος 140, Απρίλιος- Ιούνιος 2008 και από το μεγάλο αφιέρωμα στον
Τάσο Λειβαδίτη.

Σάββατο 21 Ιουλίου 2007

30 Οκτωβρίου 1896 – 21 Ιουλίου 1928, Κώστας Καρυωτάκης

"Υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς, ο Κ.Κ δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζα, εσχάτως, έθεσε τέρμα εις την ζωή του..."

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ...

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!