Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

δέκα βίδες και δύο λάμες δρόμος

Εις το όνομα τους Αντρός, του Μουνιού και του Αγίου Απέναντι. Ορκίζεται και φεύγει, πάει λίγο πιο πίσω καθώς πέφτουν πάνω του να τον φάνε ζωντανό, αυτός εκεί, λέει τους μπελάδες του στους γύρω, χύνει τα χάπια κάτω απ’ το σαγόνι κι ένας άλλος κάπου εκεί δίπλα παίζει ζάρια με τον κλέφτη. Λένε πολλά ονόματα γι’ αυτόν και όταν πληρώνει το χρέος του δεν λέει να πέσει κάτω. Ένας τρόμος βάφει κόκκινα τα σφυριά της σπιτονοικοκυράς καθώς σαλπάρει για Σαγκάη με άδειες τις τσέπες και το κύκνειο άσμα παίζεται μ’ ακορντεόν σαν του διαόλου τον τόνο. Μάλλον θα μου πεις αντίο τώρα κι εγώ θα ρημάξω καθώς σου δίνω τούτη τη βίδα. Πάρε αυτή τη βίδα, πρέπει να πάρεις αυτή τη βίδα γιατί αρχίζω και τρελαίνομαι και τούτη η ασθματική από πίσω μου δεν λέει να με γιάνει… μπουμ!!! Πίσω απ’ τα φράγκα πρέπει να σταθείς, πίσω απ’ τα φράγκα, γιατί δεν ξέρω κανέναν σήμερα που να έχει φράγκα και να ψάχνει κάποιον στο πρωινό όργωμα της λάσπης. Μην πάς εκεί κάτω σ’ εκείνον το δρόμο, θα χαθείς και δεν θα γυρίσεις πίσω ποτέ, θα γίνεις λάσπη δίπλα από το πεζοδρόμιο, μια φυσαρμόνικα θα φυσήξει για σένα κι εσύ δεν θα είσαι τίποτε άλλο από λάσπη. Τα κόκαλά σου θα τα φυσά ο άνεμος, ο Κάιν θα σκοτώνει τον Άβελ με μια λάμα, ο ουρανός θ’ ανοίγει στα δύο και τίποτα μέσα σε όλα αυτά τα σκατά δεν θα σημαίνει γιατί θα είσαι λάσπη. Όλοι λάσπη κι όλα λοιμοί, μια ασυνεννοησία εκεί που δεν καταλαβαίνεις τίποτα, καθώς ένας νάνος λέει καληνύχτα κι ένα σίδερο θέλει λίμα για να χωνευτεί, όταν ο άλλος κόσμος παίζει ένα ζωντανό κύκνειο άσμα που όλα είναι φυσιολογικά, γιατί όλα είναι φυσιολογικά όταν έχεις δέκα δάχτυλα και μπόλικη βότκα αγάπη μου, όταν η μουσική είναι σαν ηλεκτροφόρα ζάχαρη και σε αγκαλιάζω με το ένα σου μάτι να κοιτάει τον βορρά αφήνοντας τους αλήτες απ’ την μέσα μεριά… ψσσσστ… άλλαξε πλευρό, το όνειρο δεν έχει ξεκινήσει…
Πάει δυτικά το όνειρο, πάει κι εκείνος. Δυο γυναίκες πίνουν, ένας γράφει ακόμα στο χέρι, κάνει ότι θέλει και θα πληρωθεί γι’ αυτό. Ο δρόμος νοιάζεται για τα αναθεματισμένα άλογα που χύνουν και πληγιάζουν μ’ αίμα το λουρί, ένα φως παγώνει ψεύτικα αστέρια στο καπέλο κι εκείνος είναι πιο μαύρος κι απ’ τη νύχτα. Έρχεται από 500 χιλιόμετρα μακριά μόνο και μόνο για να πει ένα γεια, εσύ μ’ αγαπάς για κάτι που δεν είμαι, εγώ δεν έχω μυαλό, εσύ με λες κάθαρμα κι εγώ σφυρίζω αφιερώνοντας ακόμα ερωτικά τραγούδια ακόμα κι αν μου φορούν βίδες και λάμες. Βαρέθηκα τα ποιήματα και τους κατασκευασμένους δημιουργούς τους. Μια μύγα κάνει γύρους το δωμάτιο όταν ξεχνάς το νούμερο που χόρευες και πάντα σου ‘ρχόταν να ξεράσεις. Όταν προσευχόσουν στην Παναγία, σκεφτόσουν τα χέρια του Χουντίνι κι ένας μπάρμαν καταλάβαινε τους θυμούς σου. Τι έγινε εκείνο το ποδοπατημένο βιβλίο; Ο μουσικός λαλούσε σαν ντελάλης, έριχνε μια ερωτική κλοτσιά στον κώλο της γυναίκας του και μια παιδική ζωγραφιά γινόταν στιβαρό φιλί καλύτερο κι από πιοτί. Όλοι και όλα είναι εδώ όταν σιχαίνομαι το κρεβάτι για σένα, ξαναρημάζω κάθε που φοράς τις κάλτσες σου, βάζεις τα μπικουτί σου, μου λες να το βουλώσω κι εγώ σου λέω σαν ηλίθιος πως θα πετύχω μοναχά με μια ριξιά το πράσινο βιβλίο… Ααααργκ!!!... μια τρομπέτα φυσάει όταν η πουτάνα της γειτονιάς μου λέει πως ξημέρωσε. Ξάπλωσε το κεφάλι σου εκεί που στέκεται η λάσπη, κράτα το κύκνειο άσμα από πάνω μου, ξάπλωσε κάτω στο πράσινο βιβλίο, θυμήσου πως μ’ έριξες, μην μου λες ποιήματα, πάρε τα φράγκα μου, ξέρεις την γαμημένη ιστορία, αμόλα τα σκυλιά σου, κάνε να λασπώσει, κάνε τούτο το βιβλίο να μείνει δίπλα, να καθίσει μόνο, εδώ σιμά, να σφυρίξει στο σκώμμα, να πει άλλη μια ιστορία στο πτώμα, και να γυρίσει πίσω από μια άλλη άτυχη βρισιά.
Έτσι κι αλλιώς μπαγάσα μου όλα τούτα είναι λίγα. Ο κόσμος θα πέσει ουρλιάζοντας, ένα κατούρημα θα καίει τον δρόμο δίπλα στη λάσπη, ένας κόκορας στο πουθενά θα βήχει και θα φυσάει το τίποτα, ένας λύκος θα τρώει έναν λαγό και μία βίδα πεταλούδα θα γίνει η ηχώ στου καινούργιου διαβόλου τον τόνο…

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Ο Ιησούς Χριστός κοιτάζει το ταβάνι της φάτνης κι αποφασίζει να καλέσει περιπολικό

Σάββατο βράδυ… με πήραν στο τμήμα γιατί έδερνα δυο κωλόπαιδα… χτύπαγαν ένα κορίτσι στη Σόλωνος… πέρναγαν οι μπάτσοι… με μπουζούριαζαν… σκάω τμήμα… «μπύρα έχετε»;… «σκάσε», μου λένε… «θα φας ξύλο, θα μπεις κελί»… «δεν θέλετε να με βάλετε», τους λέω… «είμαι ήδη πολύ μεθυσμένος»,… «θα ξεμεθύσεις για τα καλά», μου λένε… «το χω δει στις ταινίες», λέω… «θέλω ένα τηλεφώνημα… ταυτότητα έχω, μήνυση δεν υπάρχει… γιατί με κρατάτε»;… «χτύπαγες κόσμο», μου λένε... «λάθος», τους λέω… «αυτοί χτύπαγαν μια κοπέλα, τρελαίνομαι όταν χτυπούν γυναίκες»… Ήπια καφέ… ηρέμησα… με κράτησαν κάνα δίωρο… ευτυχώς ήταν ένας σένιος αξιωματικός υπηρεσίας… με τους μπάτσους τελικά με πάει… πάντα με πήγαινε… Χριστούγεννα ήταν… με είδαν και γλυκούλη, με άφησαν. «Πήγαινε σπίτι», μου λένε, «να κοιμηθείς… βρωμοκοπάς αλκοόλ μέχρι εκεί που δεν παίρνει»… «Χριστούγεννα είναι», λέω… «βγήκα να το γιορτάσω… απλά τρελαίνομαι όταν χτυπάνε γυναίκες»... «να μην τρελαίνεσαι», μου λέει… «Δεν γίνεται», του λέω, «κωλόπαιδα παντού»… … γύρισα σπίτι… έκανα μπάνιο… έστειλα ένα μήνυμα σε μια φίλη… «Σε φιλώ», μου λέει… «σταμάτα να πίνεις τόσο πολύ»... «σκατά», είπα από μέσα μου… ήπια άλλο ένα μπουκάλι κρασί και σχεδόν λιποθύμησα στη φλοκάτη του σαλονιού… έπινα βλέπεις απ’ τις εννιά το πρωί… Χριστούγεννα… τα πιο όμορφα της ζωής μου… μάλλον… ούτε που θυμάμαι το κορίτσι που χτυπούσαν… αλλά τα δυο κωλόπαιδα αρκετά καλά…
…οι μέρες είναι νεκρές… όλη μέρα στη δουλειά και μετά πιόμα για να μην τρελαθώ… οι μπάτσοι δεν είναι και τόσο κακοί όσο λένε… όσο για τις γιορτές… πάντα τις σιχαινόμουν… από μικρό παιδί…
…πες μου λοιπόν πως φαίνεται η ζωή… όταν δεν έχει τον Χριστό της;


Φωτογραφία: Γιώτα Παναγιώτου

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Ευτυχώς που υπάρχουν δεκαέξι άλογα και η παλαβομάρα δίπλα από το φως


Έρχονται και είναι λυπημένα, στα λένε κι έχουν χάσει το δρόμο. Κοιμούνται και δεν θυμούνται σαν δεν κάνουν τίποτα. Άσπρα άλογα που σταύρωσαν, κρασί χωρίς βραβείο κ’ οι τελευταίοι που έμαθαν το τίποτα. Που ήσουν, τι έκανες, αν μέθυσες, αν φώναξες, αν έφτυσες, αν χτύπησε το κεφάλι σου εκεί που οι μαύροι ουρανοί δεν βρήκαν το εκεί. Που στην κοπάνησε το τραγούδι που δεν άκουσαν οι ποιητές. Γιατί οι τελευταίοι είχαν παγκόσμιες μέρες, ατάλαντα έντεχνα λημάρια, διαβόλους χωρίς ουρές και όμορφες βραδιές με κεράκια στον κόρφο. Έτσι είναι.

Τα παιδιά πιστεύουν πάντα σε κάτι και οι παντρεμένες επίσης. Το χειρότερο απ’ τα δύο είναι πως οι παντρεμένες βλογάνε τα γαμήσια με τους άλλους όσο τα περιμένουν. Όσο για τα παιδιά…άστο να πάει! Η υπόθεση είναι μια ζωή, αλλά ευτυχώς που η υπόθεση δεν είναι εκεί. Γιατί κάτι δουλεύει, κάτι σε πάει πιο κάτω, κάτι σου λυγάει τις φλέβες και οι φλέβες είναι πολύ σημαντικές, μα όλα είναι σημαντικά, τι σημασία έχει άλλη μια ιστορία…Τα παιδιά, οι παντρεμένες, τα ζευγάρια, οι άντρες ποιητές πιο λίγοι απ’ τα’ αρχίδια τους!

Μην στέκεσαι εκεί. Μην δίνεις σημασία!

Ποτέ δεν ήμουν τυχερός, ποτέ η τύχη δεν το ‘παιξε μαζί μου. Είχα χωριά να μου τα λεν’ και χήρες ν’ ανοίγουν πόδια, τα κωλόπαιδα της νιότης να μου τρατάρουν τα δικά τους. Τα τύμπανα, τις γωνιές και τα ωραία. Δεν υπήρχαν όρια, δεν υπάρχει τίποτα, όλα είναι καλά μαζί μου κι όλα παίρνουν τη μεριά μου.

Θα μείνω εκεί. Στα έπιπλα

Ο θάνατος αργός, ο θάνατος στη κρεβατοκάμαρα, η μαύρη τρύπα, ο καπνός, τα δάχτυλα και το κουζινομάχαιρο.

Κάποτε είχαμε αγάπη. Και μαζί μ’ αυτή πένθος, σκοτεινό κονιάκ και λίγη σάλτσα. Κάποτε είχαμε όμορφα σκυλιά, λεπίδια στο πέτο και σ’ ένα στενό το χέρι να δείχνει που υπάρχεις. Κάποτε είχαμε μίσος, σκληρή αγάπη, τραγούδια που δεν μας πέθαιναν, σεντόνια που δεν μας σκέπαζαν και πάντα γιορτές! Γαμημένα σκληροί για να αντέχουμε κι όταν τ’ ακούμε, οι προσευχές να φτύνουν τη μάνα μας. Ο πατέρας εκεί…πεθαμένος… σκληρόπετσος, αλλά πεθαμένος. Να τον περιμένεις, γιατί κάθε ώρα είναι το τηλέφωνο που θα χτυπήσει, το φέρετρο που θα σταθεί, ο εγγονός που θα γελάσει, η νύφη που δεν ήρθε, ο γιος που ήπιε περισσότερο απ’ αυτόν τα βράδια, τα ασύδοτα, καφενείου γι’ αυτόν, βρωμωδείες για τον άλλον, γυαλί με χρώμα άχρωμο για όλους.

Δεν ξέρουμε τι γράφουμε, δεν ξέρουμε τι είπαμε, τι νιώσαμε. Τίποτα δεν καταλάβαμε, τι μας ξεκίνησε να πίνουμε και τι μας τέλειωσε να τα τελειώσουμε. Σιχαίνεσαι το πατέρα σου, θες να του σκάσεις τα άντερα στα δύο. Τη μάνα σου όμως στην αγκαλιά…στην αγκαλιά και να της σφίγγεις απ’ αγάπη το λαρύγγι και μια ζωή χαμόγελο στο τραπέζι το μεσημεριανό με μια ζωή επανάληψη. Υπήρξαν βραδιές που δεν σηκωθήκαμε, αρνηθήκαμε, δεν υπήρχε λόγος, κάποιες φορές απλά δεν υπάρχει λόγος. Πέφτεις κι όλα έχουν νόημα, δεν τρως κι όλα σε ταΐζουν, γαμάς και δεν υπάρχεις, ερωτεύεσαι και δεν είσαι εκεί. Κουνάς το χέρι και δεν ξέρεις αν είναι δικό σου. Τα γράφεις παντού, είναι δικά σου, τίποτα δεν είναι δικό σου μέχρι να σε μαχαιρώσει, τίποτα!

Είδα ανθρώπους που λύσσαξαν, γυναίκες που δεν τους έκανα έρωτα γιατί ήθελα να τους κάνω έρωτα, άντρες που ήθελαν να γίνουν φίλοι μου και απλά δεν τους θυμάμαι. Ήπια…ήπια πολύ και καμιά φορά σκέφτομαι πως καλά έκανα και καλά ήτανε. Άλλοι μου λένε πως πρέπει να τα θυμάμαι όλα αυτά, εγώ σκέφτομαι πως αν τα θυμόμουν θα είχα ήδη τινάξει τα μυαλά μου στον αέρα. Δεν τα αντέχω όλα αυτά, ποτέ δεν άντεχα τον κόσμο, γιατί να τον αντέχεις. Το να ξυπνάς το πρωί δεν είναι εύκολο, για κάποιους είναι, όχι για μένα. Για μένα είναι φυσιολογικά τα βράδια που δεν με φτιάχνει κανένας και με φτιάχνουν όλοι. Τα μπαρ που πεθαίνουν κάποιοι απ’ το αλκοόλ, οι δρόμοι που στρώνουν τα βράδια του αλκοόλ, οι φίλοι που ‘κόψαν το αλκοόλ, οι πάντες που ζητάνε αλκοόλ.

Έχω δυο φίλους, ο ένας στον βορά κι ο άλλος στο νότο. Κι έτσι είναι η τύχη όταν τα θες και δεν σου ‘ρχονται. Φταίνε βλέπεις τα τρένα που έχεις σταθεί, οι στάσεις, οι άνθρωποι που αποχαιρέτησες και τους ξέκανες τελικά για πάντα. Φταίει η ώρα η κακή, η λάθος ώρα γιατί όταν είσαι καλά τα πάντα σου πάνε αλλιώς και το αντίθετο σε κοροϊδεύει.

Τα τύμπανα παίζουν, τα τύμπανα πάντα θα παίζουν. Το να χάσεις το μυαλό σου είναι σοβαρό, αλλά καμιά φορά τη νύχτα που η μουσική δεν χτυπάει κι απ’ τους τοίχους του σπιτιού ακούς πράγματα που δεν υπάρχουν, μάλλον πρέπει να φτιάξεις ανθρώπους με αυτούς τους ήχους, κ’ οι άνθρωποι δεν υπάρχουν, κ οι ήχοι δεν υπάρχουν και όλα αυτά που σας έλεγα τόση ώρα είναι κάτι ρημάδια που βγήκαν απ’ το κεφάλι μου καθώς πέτυχα τον άτιμο που μπήκε απ’ την αυλή μου στη βεράντα κι απ’ αυτήν στο δωμάτιο που δεν κοιμάμαι για μέρες και λέρωσε την φλοκάτη της γιαγιάς μου με το παπούτσι το κακό και δύο λεπτά πριν το ξημέρωμα δεν ξέρω που στα σκατά είναι, μ’ εμένα να ‘χω αίμα στον αγκώνα, αίμα σε μια κάλτσα και αίμα στο δεξιό μπατζάκι του περσινού μου παντελονιού.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Για κάτι πενηντάρηδες δημόσιους υπάλληλους κουλτούρας


Οι ιδέες έχουν πεθάνει σαν τα ξεβράκωτα λόγια και τον τοίχο που σκάει σοβατεπιά μετά από ένα καλό σφυρί στο δέρμα. Κάτι παιδοβούβαλα που έφαγαν κι έχασαν, ξαναθυμούνται τον Σαββόπουλο. Οι μουσάτοι του πολυτεχνείου, κουτσομπόληδες κομμωτηρίου. Ποιος θα σκίσει ποιον. Αυτή ειναι η υπόθεση. Το κόμμα, το σωματείο, ο ήλιος ο πράσινος, η φλόγα απ' το χωνάκι, το σφυροδρέπανο που πρέπει να γίνει βότκα και ο κώλος του Κολοκοτρώνη για σήμα του σταυρού. Παράνοια, της εθνικής ο κώλος η παράνοια. Κολήστε ένσημα λοιπόν, πατήστε τα πενήντα, τρέξτε στα δικαστήρια και ανοίξτε το φάκελο, γίνεται σπουδαίοι, σαλιάστε μπλογκάκι με ψευδώνυμο, χαμουρευτείτε με κορασίδες του πελάγους, υμνείστε το μπλε, ανοίξτε πόλεμο με σκύλους, καθίστε στην οθόνη - χιλιόμετρα οι ώρες. Μεταφράστε, φιλήστε τα παιδιά σας, πληκτρολογήστε, ακούστε έντεχνους θανάτους που ο Χατζιδάκις θα τους μοίραζε κλοτσιές...κλαυτείτε με την επικαιρότητα, μάθετε τα κόλπα που δεν ξέρατε και περιμένετε υπομονετικά σ' ένα τραπέζι που δεν το πάει μέχρι τέλους. Έχετε λουριά, εννοώ νεαρά λουριά, να κλέβετε, να γαμάτε, να γλύφετε, να γίνεται ένθετα σε αυτούς που είναι ένθετα. Χαιδέψτε τα μούσια σας, μην πίνετα πια, τρομάξτε απ' το ζάχαρο, καπνίστε στα κρυφά σε δωματιάκα μακριά απ' τις δεύτερες γυναίκες σας και κοντά στα φαντάσματα των πρώτων, στις σελίδες του απεταξάμην που η εφηβεία σταμάτησε τα κωλοδάχτυλα. Μιλήστε στα τηλέφωνα, πείτε τα όλα αν έχετε άντερα αλλά τ' άντερα είναι για τους πεθαμένους που στα νεκροτομεία τους γυρνάνε σαν σακιά, τη ζωή που δεν υπάρχει σε όλα αυτά γιατί είναι ένα τσεκούρι πια πάνω απ τα κεφάλια μας.
Ένα φάντασμα που ήρθε στριγγλίζει στ' αυτί σου, παγώνει τη ραχοκοκαλιά σου, άσχημο νύχι ο σουγιάς σου, ξελεπίζει τη πλάτη, φοράει το κρύο και σ' αφήνει εκεί. Υπάρχει κάτι άλλο...κάτι που δεν...απλά δεν...γιατί όταν θα ‘ρθούν και θα ‘μαστε εδώ, χωρίς ιδέες και μ’ ένα σύνθημα να μας λέει: «καλή τύχη», δεν θα ‘χουμε ήλιο, θα γράφει ο μήνας μια μέρα και θα χουμε ξεχάσει κάτι κτίρια από πέτρα, ίσως μια παγκόσμια ώρα γεννησιμιού. Να στρίψουμε ένα τσιγάρο για τον παλαβό της γειτονιάς, να μην πληρώσουμε το νοίκι, να μην κατεβάσουμε το παντελόνι, να μην κάνουμε τίποτα παρά μονάχα να βουτήξουμε ένα μαχαίρι που κάποτε κόψαμε τον εαυτό μας, περιμένοντας ένα λαιμό που ούτε καν το σκέφτηκε να του ρημάξουμε τις φλέβες κι αυτό απλά να μας ξενοιάσει.
Φωτια και λεπίδι είναι όλα
κι αν δεν το πιασες για λίγο
ευχήσου μας μόνο μην τρελαθούμε!

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Ο Μητσάρας και το ρήμα βασανίζομαι...

"Βασανίζομαι", λέει στο παγκάκι και βλέπω τον Μητσάρα να ουρλιάζει στη μέση του δρόμου. Το ρήμα βέβαια δεν είναι μόνο στο παγκάκι αλλά μια γαμημένη μόδα που της αρέσει το μπογιάτισμα και η τεχνητή τρέλα. Ο Μητσάρας απ' την άλλη είναι εκείνος που βρωμάει σκατό, κάτουρο και όλη αυτή τη βρωμισμένη βελάδα που μπορεί να ντύσει τη σάρκα του αντρός που κάποτε τό 'χασε και συνεχίζει με τα χαμένα του. Κοιμάται στα νερά, χέζει βρακιά, καπνίζει τις γόπες που πετάν τα πρεζάκια στην Πατησίων και καμιά φορά αν και σπάνια, θυμάται πως το ημερολόγιο έχει δυο άσους μαύρους, ένα μηδέν μηδενικό κι ένα διπλό στην αρχή του για να πάει το μέτρημα από την δίσεκτη χρονιά. "Βασανίζομαι" και προχωράω. Η παιδική χαρά κουνάει τα πόδια και το κορμί πηγαίνει. Δεν μιλάω για την παιδική ηλικία γιατί όλοι τα ρίχνουν στην παιδική ηλικία. Μιλάω για όταν τό 'χασε ο Μητσάρας, ο πρεζάκιας κι ένας αλκοολικός αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα το χάσει αυτός που γράφει παντού ότι "βασανίζεται". Είναι εύκολο βλέπεις, να βγεις στους δρόμους αλλά το δύσκολο είναι να συνεχίσεις σ' αυτούς. Να κοιμάσαι, να περιφέρεσαι, να πέφτεις και να σηκώνεσαι, να μην σε νοιάζει αν έχει μείον δυο ή δεκαδύο βαθμούς κάτω και άνω, να σταματάς μπροστά από μαγαζιά που κορίτσια κι αγόρια ψωνίζουν τα βρακιά τους, τις κρέμες τους, τα τσιγάρα τους κι εσύ να τό 'χεις χαμένο. Είναι φυσιολογικό να ουρλιάζεις γιατί δεν υπάρχει τίποτα δίπλα, παρά μονάχα οι εξωγήινοι του μυαλού σου και μια πυρκαγιά στο κάποτε σπίτι σου. Το μυαλό δεν λειτουργεί, αλλά και πάλι θα μου πείς ποιο μυαλό λειτουργεί; Αυτο που γράφει στον εαυτό του και το αφιερώνει στον εαυτό του; Αυτό που πληρώνει μακαρόνια σε κουζίνα που κοστίζει όσο δέκα πακέτα μακαρόνια; Αυτό που λαλεύει, ξοφλάει και ζει τις ώρες μέσα από τη ζωή κάποιου άλλου; Ο Μητσάρας δεν τα ξέρει αυτά, δεν θυμάται τίποτα απ' όλα αυτά, σαν τον αλκοολικό που κυνηγάει ένα μπουκάλι την επόμενη μέρα και προσπαθεί να βρει την πραγματικότητα της προηγούμενης. Δεν τον νοιάζει και πολύ. Δεν τον νοιάζει τίποτα. είναι τρελός λες εσύ...αλλά κάτσε και σκέψου αυτόν που γράφει πως "βασανίζεται", σε παγκάκια, τοίχους και τα ρέστα καθώς την άλλη μέρα παίρνει παγανιά όλα αυτά τα μέρη για να δει αν κάποιος άλλος "βασανίζεται" ή δεν "βασανίζεται" σαν αυτόν. Σκέψου ποιός είναι ο τρελός. Σκατά! Κάθομαι εδώ και κάμποση ώρα σ' ένα από αυτά τα γαμημένα παγκάκια που βασανίζουν μάλλον κάποιον που δεν βασανίζεται και το ρήμα και το σύνθημα έχουν γίνει για τα πανηγύρια. Μιλάω με τον Μητσάρα και όσοι μας κοιτάνε, αναρωτιούνται πως αντέχω την μπόχα του, τα σκατά, τα κατουρλιά κι όλη αυτή τη βρωμοκοπανημένη βελάδα που έχει για σάρκα. Εγώ ζέχνω χθεσινοβραδυνό πιοτό κι αυτός φρεσκορηγμένο κάτουρο. Οι άνθρωποι που περνάνε μπροστά μας, μου φαίνονται ακατανόητοι, το ίδιο και στον Μητσάρα που με ρωτάει αν έπαιξα ποτέ μπάλα στη ζωή μου σε μια φανταστική ομάδα που το μυαλό του έχει εφεύρει σε μια φανταστική χρονιά μιας φανταστικής ζωής που ποτέ δεν υπήρξε. Οι μπότες που φοράνε οι γυναίκες είναι για ταινία επιστημονικής φαντασίας μαζί με το τζιν σώβρακο στον κώλο τους. Ο Μητσάρας είναι ντυμένος καλά, βρωμάει λίγο αλλά είναι ντυμένος καλά. Καλύτερα απ' αυτές τις γυναίκες. Καθόμαστε στο ρήμα "βασανίζομαι" σ' αυτό το παγκάκι που του συζητάνε για την οικονομική κρίση, για τα φαρμακεία που κρατάνε ζωντανούς ανθρώπους και δεν έχουν πεθάνει, για ζευγάρια που όταν κάνουν έρωτα είναι πιο λογικά απ' τον Μητσάρα και πολλά άλλα πράγματα σ' αυτή τη ζωή. Ένας χοντρός, ένας θεόχοντρος τύπος που δεν βάζει το μυαλό σου πόσο μπορεί να φάει ένας άνθρωπος τόσο και να γίνει καντάρια αμέτρητα χοντρός, ανοίγει το μαγαζί του, φαίνεται τσακισμένος, διαλυμένος, η γυναίκα του, η κρίση, η ομάδα του που έχασε, ο γιος του που βγήκε κάτι άλλο, όλα μέσα στο μυαλό του μα όχι στο κορμί του. Στο κορμί του είναι τα σκατά, οι καβλωμένες που δεν γάμησε ποτέ και μια θέση με μια σκάφη από λουκάνικα να κατεβαίνουν στα κωλάντερά του. Ο Μητσάρας φεύγει, γιατί, δεν ξέρω, αλλά αυτός ξέρει για πιο λόγο πρέπει να φύγει κι εγώ πρέπει να μπω στο μαγαζί που ανοίγει ο χοντρός. Αυτός που γράφει παντού ότι "βασανίζεται" μάλλον δεν βασανίζεται αυτή τη στιγμή. Ο χοντρός μου δείνει τα κλειδιά γιατί παλεύει να σκύψει. Σκέψου γιατί παλεύουν κάποιοι άνθρωποι. Ο Μητσάρας ευωδιάζει σκατωμένη σάρκα το μισό συρφετό της ανθρωπότητας, δεν παλεύει και δεν βασανίζεται. Δεν το ξέρει αλλά και να το 'ξερε ποτέ δεν θα το γραφε κάπου. Ένας καφετζής άλλάζει το πάτωμα στο μαγαζί του 'κείνη την ώρα κι ο περιπτεράς που του αρέσει να γαμάει τους άλλους με την ομάδα του, καλύπτει την κάβλα του καθώς διαβάζει την αγαπημένη του εφημερίδα και βλέπει την κατά είκοσι χρόνια νεαρότερη υπάλληλο του δίπλα μαγαζιού να του λέει "καλημέρα". Ο Μητσάρας περπατάει και ουρλιάζει, εγω βασανίζομαι, αυτός βασανίζεται, ο άλλος βασανίζεται, εκείνος κι εκείνη βασανίζονται, όλοι βασανίζονται, μόνο ο Μητσάρας που λένε πως τα χει χαμένα δεν βασανίζεται. Προχωράει, ουρλιάζει, σηκώνει τα χέρια σαν μαέστρος, καπνίζει γόπες, βρωμάει όλα αυτά που τραβάνε τα καζανάκια μας και πάει σ' ενα δρόμο που το κρύο, η λίγδα, η τρέλα και ο χρόνος κοιτάνε τέσσερα νούμερα και μια ζωή μέσα από κάτι πέτρες, τσιμέντο και νερό που βαστάνε τα πόδια μας από τη μία ζωή στην άλλη.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Καλό κατευόδιο καριόλη (με θαυμαστικό) μαύρε αυτοκράτορα

…και η μηχανή ματώνει μέχρι θανάτου…

Δεν υπάρχει τίποτα πια. Καμιά ελπίδα, ο σταυρός που γένναγε τελείες δεν έχει πια εικονοστάσι, ο κόσμος τρελάθηκε, παραιτήθηκε, βρίζει συνέχεια και του φταίει αυτό που δεν θα έπρεπε να του φταίει. Δεν υπάρχει ομορφιά κι αν υπάρχει έχει χώσει τη μούρη της κάτω στο χώμα, έχει κλειστεί σε δωμάτιο ανημποριάς και κουζίνας με τραπεζομάχαιρα στη μέση του τραπεζιού, που απλά δεν ξέρει ποιο να διαλέξει. Κίνητρα υπάρχουν, οι προσωπικότητες όμως έχουν σαπίσει, μόνο κόκαλα μετράμε και τρέλα στα πεζοδρόμια, φωνές στα λεωφορεία, μεθυσμένους στα πολυτεχνεία, πρεζάκηδες γύρω απ’ τα ιατρεία και γαμημένες νοικοκυρές που έχουν άποψη για οποιοδήποτε σκατό μυρίζει δίπλα στα σεντόνια της. Δεν υπάρχει τίποτα πια, ούτε καν ο έρωτας που κάποτε σημαία φύσαγε και πέθαινε ανθρώπους. Τίποτα σου λέω, όλα τα’ αμάξια με ξεραμένο αίμα αυτοκτονίας κι όλα τα σχολεία με πεθαμένο σπέρμα εφήβου που πέθανε πριν την ώρα του.

Είναι άγρια η εποχή και δυστυχώς δεν υπάρχουν κοιλάδες με ξημερώματα, καμία ανατολή, ούτε ακόμα κι όταν κρατάς το χέρι μου. Τα τρένα φλογίζουν κάρβουνο από θάνατο, οι πόρτες διαβάζουν το πεπρωμένο κι ένα αχούρι που στριγγλίζει ηρεμία, έχει για καζανάκι εξόδου τη νύχτα με τα πεθαμένα. Ο κόσμος στραγγίζεται, αίμα πέφτει στο μπαλκόνι και κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα, νερά τρέχουν από παντού, σωλήνες πράσινοι βλογάνε τη σήψη, κιθάρες μαύρες από θειάφι ομορφιά βγάζουν ήχο ολόγιομο και ρίχνονται σε μαντήλι. Όλα φεύγουν, όλα έρχονται, τίποτα δεν μένει όμως, τίποτα δεν θα μείνει πια, έχει τρελούς στο δρόμο να τα πουν, έχει σωτηρία από χαρτί και αλληλούια απ’ του παππά το ξόδι, έχει αυτοκινητόδρομους για τα τίποτα που τρέχουνε στη φύση, έχει τρόμο τα πρωινά που μεθυσμένος περνάς δίπλα απ’ τη δημοκρατία του αυνανισμού και την νότα που σου μυρίζει νεκροταφείο καλύτερα από έδρανο.

Η μηχανή ματώνει μέχρι θανάτου…

Αρχίδια, η μηχανή δουλεύει καλά, το πένθος ακόμα καλύτερα και τα στειλιάρια είναι απλά μια λέξη που ελάχιστοι την γνωρίζουν. Ο νεκρός γυρνάει πλευρό, ψυχολογάει κάτι στο δεξί αυτί, μοιρολογάει στο αριστερό, εκνευρίζεται με βιολί και σπέρμα από αυνανισμό περίεργο, γαμάει τη θλίψη στον τοίχο σαν πως οι μέρες του κινάνε άγριο αλόγατο στο απόκοσμο και οι νύχτες του μετράνε δεκάρες για να πληρώσει την ψήφο ενός γέροντα που πέθανε και δεν το ξέρει. Ένα χαρτί σ’ ένα κουτί δεν έχει τίποτα να πει, πρέπει καινούργιος τρόπος να βρεθεί, πρέπει τα πράγματα να ρίξουν πέτρες πάλι, όλα έχουν χαθεί, όλα έχουν τελειώσει, καμία ελπίδα, το χέρι μου είναι κομμένο, δωσ’ μου δυο τρία τύμπανα, ένα όπλο κι έναν κρόταφο να σημαδέψω τη νύχτα. Αυτό είναι το τέλειο μέρος για να διαλύσω τη νύχτα! Κουδούνια παίζουν, λυγμοί στο πάτωμα, εδώ είναι το πρόβλημα, η θηλιά θα σφιχτεί, πρέπει να σφιχτεί, ωσάν απάνθρωπες τελετές μαύρων αυτοκρατόρων που τα τύμπανα και τα βιολιά μυρίζουν χώμα παγωμένο, παρελθόν με ακράτεια και ρείθρα που φυτρώνουν σε ξύλο από γροθιά φτιασμένο, τίποτα και πάλι δεν συμβαίνει. Το βυζί του κόσμου είναι ξέφραγο αμπέλι, τα δέρματα που βγάζουν ήχο υστερικό λυσσάνε για θανάτους, η ιστορία του ανθρώπινου είδους τρελάθηκε πια, ο σταυρός είναι απλά ένα σύμβολο σαν τις κάλτσες που σε κοιτάνε άπλυτες και υπόκωφες λέξεις δεν λογαριάζουν το δρεπάνι και το βάραθρο. Ο κόσμος είναι μια τεράστια πομπή, ένα γέλιο που κόβεται με μαχαίρι στα χείλη, μια επιθανάτια κραυγή δίπλα σε θάμνο που πεθαίνουν τα σκυλιά, οι ζωές φεύγουν σαν φωτογραφικά άλμπουμ και σαν ημερολόγια που τα ‘καψες για να μην τα δουν οι συγχωριανοί σου, σαν πόλεμος που δεν βρήκες ποτέ τους νεκρούς και σαν τη μπότα του μοναχού του εραστή που πάντα ρώταγε τον προορισμό.

Σήκωσε τις γαμημένες κοκκαλιάρικες παλάμες σου, σαν κεραίες στον ουρανό.

Αλλά πριν έρθει αυτό λούσου με μπιτόνι βενζίνης, άναψε σπίρτο τελειωτικό, και φύγε, φύγε πριν ο διάολος σου κόψει τις σάρκες απ’ τη λύσσα. Ρίχτες στον άνεμο, κόψε τις φλέβες σου και πότισε τον κήπο, διέλυσε τα σπαρτά του, ευνούχισε τον ήλιο του γιατί κανένας ήλιος δεν αντέχει τον άνθρωπο πια, σμίξε με το μπλε και σμίξε με το ξεφλούδισμα του τοίχου που λαλάει. Κρυώνω σ’ αυτόν τον κόσμο, παγώνω, τα αστέρια πετάνε κόκκινο μπλαβί στη πλάτη μου, τ΄ αγάλματα στη πόλη μου σκίζουν το λαιμό με μάρμαρο αλητήριου θεού κι ο ορφανός του δρόμου φυτεύει σφαίρα στο δεξί, αυτή είναι η ζωή πια, δεν έχει άλλη, παραλογισμός τα πρωινά και θάνατος τη νύχτα, πεζούλια για ξεφάντωμα, παγωμένο σίδερο στην άσφαλτο, νεκροφύλακες κιθάρες που τις έπαιξαν συφιλιασμένα νύχια και τώρα γίνονται μνημόσυνα στους υπονόμους, το κορίτσι του στριπτιτζάδικου που χάθηκε για μια καλύτερη ζωή, η μάνα που πίνει σαν τρελή για να βρεθεί στο πουθενά, η Πατησίων της Γώγου που τρυπάει ακόμα τα παιδιά της στο λίγο φως που της έμεινε, μια πομπή καταδικασμένη, τα δεκαέξι άλογα που σέρνουν το κτίριο του Συντάγματος σε λάκκο με ποντίκια που θα κατασπαράξουν άντερα από σκατό και αίμα. Ιδρώτας παντού, αμάξια που σκοτώνονται, εραστές που σκοτώνονται, φυλακές που αφιερώνονται σε ανοιγμένα κορμιά, η μνήμη που έχει χαθεί, η πίστη που κλέβει τα μυαλά, η γωνία που στην φυλάει μια σφιγμένη γροθιά, το σφυροδρέπανο που κρέμασε τσιγκέλια και καμπανάκια στα παιδιά, η λέπρα στις ψυχές, η εσωστρέφεια στα χαρτιά, τρεχάλα γι’ αλλού, ύπνος άυπνος, σώμα ασώματο, ψυχή άψυχη, αίμα αναίμακτο, τρέλα ξεκάρφωτη, θάνατος απέθαντος, η μηχανή να κερδίζει, η μηχανή να μην ματώνει, όλα στου κάκου, όλα στο χάραγμα της σφαίρας που ακόμα δεν πέτυχε στομάχι, όλα.

Εκατομμύρια χρόνια πριν ξεκίνησε σαν πλάκα

τώρα όμως ήρθε η ώρα να πληρώσει.

Οι κηδείες έχουν αίμα για να πιουν

και οι νεκροί λουλούδια για να κόψουν.

Μην φυλάγεσαι πια…

το κείμενο είναι εμπνευσμένο από τη μουσική των Godspeed You! Black Emperor, της μεγαλύτερης μπάντας που ξέβγαλε αυτός ο πλανήτης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.Οι Godspeed You! Black Emperor, μετά από εφτά χρόνια σιωπής επανέρχονται. Παρασκευή 17 και Σάββατο 18 Δεκεμβρίου στο Gagarin 205.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

The mess we made after drinking, failing and howling songs

Φτάνουν μερικές φορές κάποια φαντάσματα που δημιουργούν ερείπια ταγμένα για να φτιάχνουν πάντα μουσικές. Υπάρχουν στιγμές που είναι ανώφελο πια μιας και είμαστε περιστοιχισμένοι γύρω από τόσο θόρυβο. Τα κόκαλα δεν ξαποσταίνουν, τα μάτια δεν ησυχάζουν κι εμείς απλά συνεχίζουμε να αποτυγχάνουμε. Είναι οι γνωστές απαίδευτες ιστορίες με τα παρελθοντικά τραγούδια να εξημερώνουν απαντήσεις, τις μελλούμενες στιγμές που θα συνεχίζουν να ουρλιάζουν και τις φάρσες που απλά ξεμακραίνουν πριν κυκλωθούμε απ’ τις σπατάλες εκείνων που ήταν δικά μας στο χθές. Είναι το αυτοβιογραφικό μας αχούρι μετά απ’ τα πιωμένα και τα αποτυχημένα τραγούδια που ουρλιάζουν μοναχά για ένα τερματικό φιλοδώρημα.

Έχει εξημερωθεί μια πενταετία πια όταν το The Mess We Made του ανήλεου μπροστάρη των Third Eye Foundation ξεκίναγε τον βραχνά του μ’ ένα μπαρόκ πιάνο στα δάχτυλα του δημιουργού να ακολουθεί τους παραιτημένους στίχους που θα λένε για πάντα το μυστικό της ζωής: «before this shit there was shit and before that shit there was shit / its in the soul and in the bones that we are still a long way from our home». Το Let us Break αρχίναγε ένα καινούργιο κεφάλαιο στις μουσικοραφές του Matt Elliott και η ιστορία θα έδειχνε πως τίποτα δεν θα κοινωνούσε από ‘κει και πέρα μέσα απ’ το ίδιο ποτήρι. Με βάση το πιάνο κινάει ένα ονειρόδραμα που δεν έχει επιστροφή. Οι στίχοι πλεκάνε ξόδια μέσα από ανέγγιχτους μουσικούς λάκκους, τα ηλεκτρονικά αποκαΐδια από τους Third Eye συμμετέχουν φρόνιμα στο αλισβερίσι με τα σκοτάδια και ολάκερο το album γεννοβολάει απλησίαστες φρίκες έτοιμες να σε ξεκάνουν οκτώ λεπτά και πριν κλείσουν την ώρα του. Τα κατάρτια που τρίζουν στο εισαγωγικό ναυάγιο του The Sinking Ship Song, τα πνευμόνια των ναυτικών που τραγουδούν γύρω από μια μποτίλια «τέλος» και η μουσική που έρχεται να βυθίσει σιγά σιγά με τους αέρηδες αντάμα στην μασχάλη, δημιουργούν ένα από τα πιο ανατριχιαστικά τραγούδια - παραστάσεις της ξέπνοης αυτής δεκαετίας. Ένα πρώιμο τελείωμα, (End), σιγοντάρει το τελευταίο σφύριγμα πριν το καθαρτήριο Forty Days και το ξημέρωμα έχει μόλις ξενυχτίσει ένα έργο κι έναν καλλιτέχνη που θέλει να σε μπάσει στην επόμενη ανατριχιαστική ρούγα που σαν βάση έχει το ποτό και τις ιστορίες που ανέχτηκαν τα χάλια μας!

«Face down & fucked again / Taste of blood again / Know that you three / were the last thing that I've seen». Ένας ξεχασμένος μποέμ με κλειστά μάτια και μια μαύρη γάτα να κάνει παρέα στο αλκοολικό του τομάρι, κάθεται σ’ ένα καπηλειό με τσιγάρο στο χέρι πίνοντας ένα μπουκάλι φαντασίες. Τα μάτια του λες και ψυλλιάζονται τους παραπάνω στίχους που ανοίγουν τα «Πιωμένα Τραγούδια». Ο Vania Zouravliov φιλοτεχνεί το artwork του album με ζωγραφιές από παρελθοντικούς και ξεχασμένους κόσμους και ο τραγουδοποιός ανοίγει λογαριασμούς για μια τριλογία στο κεφάλι του που σκοπό έχει να ακούσει έναν κόσμο που έχει καταρρεύσει και μένουν τα τέρματά του να απολογηθούν. Η τραγωδία του ρωσικού υποβρύχιου Kursk εμπνέει τον καλλιτέχνη ώστε να αποδώσει φόρο τιμής στα 118 θύματα του βυθισμένου κήτους. Το The Kursk θα μπορούσε να είναι στην ουσία το The Sinking Ship Song νούμερο 2, μόνο που αυτή τη φορά τα πράγματα γίνονται μουσικά πιο ανυπόφορα, πιο κλειστοφοβικά και με τους λιτούς στίχους: «ιt's cold I'm afraid / It's been like this for a day / The water is rising & slowly we're dying / We won't see light again, We won't see our wives again», ο Elliott μιλάει με τις επιθανάτιες σκέψεις των ψυχών. Ένα τραγούδι που αν σκεφτείς την τραγωδία που το συνοδεύει, φεύγει από τα όρια της μουσικογραφής και γίνεται ομοίωμα ύστατων στιγμών πριν ο θάνατος απαλύνει τα κόκαλα μια για πάντα. Κι ενώ τα πάντα πορεύουν στο album μέσα από μια ανατριχιαστική αλήθεια, το πιάνο και πάλι σε βολεύει μέσα σε σκοταδιασμένους δρόμους, η κιθάρα σπρώχνει το κεφάλι σου στο πάτωμα για να δοκιμάσει τις αντοχές σου και η ατμόσφαιρα βρωμάει θάνατο από μπαγιάτικο χαρτί, ένας αναθεματισμένος αναγραμματισμός που λειτουργεί ως μνήμη για όλα εκείνα που έχει πει, σε δοκιμάζει σαν αναμνησιακός αέρας μπας και συγχωρεθείς απ’ το τομάρι σου. Το τελειωτικό The Maid We Messed, πιάνει και πάλι τον Matt να παίζει με τα ηλεκτρονικά του παιχνίδια καλώντας τον διάβολο να πάρει τα πάντα, θυμίζοντας εκείνο τον στίχο του κανάγια του Baudelaire που έλεγε: «Συ, που σαν μάγος τα σκληρά τα κόκαλα απαλύνεις του μέθυσου που νύχτωσε κι άλογα τον πατήσαν», τελειώνοντας έτσι τον καλύτερό του δίσκο, με τίτλο Drinking Songs.

Δύο χρόνια μετά και στα τέλη του 2006, ο Matt Elliott εγκατεστημένος εδώ και καιρό στο Παρίσι, περπατώντας στα στενοσόκακά του με μια μπλούζα που γράφει «Χαμένος», κυκλοφορεί τα «Αποτυχημένα Τραγούδια». Με φανερά πολιτικοποιημένους στίχους και με τη μουσική του να θυμίζει ξεπεσμένο γιορτινό καμπαρέ που οι τρόφιμοί του πίνουν όλα τα σεντς που ‘χουνε στις τσέπες, φτιασιδώνει τον πιο μοναχικό γιορτινό δίσκο της καριέρας του. Οι άντρες τραγουδάνε όλοι μαζί μεθοκοπώντας τις κακουχίες τους, οι γυναίκες παραπατάνε όμορφες μέσα στις τρύπιες τους καλτσοδέτες, οι στίχοι μιλούν για εκείνα που κάποτε θα έφερνε το μέλλον κι όλα πήγαν κατά διαόλου και κάπου εκεί κουρνιασμένο ανάμεσα σε όλα αυτά, το φάντασμα της Maria Callas να συνοδεύει όλους τους παρίες μιας υπόκωφης οργισμένης μουσικής που στάζει θλίψη και περήφανη κατάντια. Το Failing Songs θυμώνει γιορτάζοντας μέσα σε έναν κόσμο που το βάρος μας μετριέται με πετρέλαιο, τα κόκαλά μας τσακίζονται απ’ τα χρόνια που πέφτουν, οι αλυσίδες είναι φτιαγμένες από χρυσό, οι επαναστάσεις δεν έρχονται με τίποτα και οι μουσικές θα βρίσκονται πάνω στο σώμα και στην παραδοχή κάνοντας την βρωμιά να είναι το μόνο πράγμα που γνωρίζουμε. Η κιθάρα εδώ παίζει, σε αντίθεση με τους προηγούμενος δίσκους του, τον πρώτο ρόλο στις συνθέσεις και τον πιο σημαντικό μιας και τα πολλαπλά φωνητικά λειτουργούν ως υπόλοιπα όργανα που λιμάζουν το πανηγύρι του κυρίου Elliott. Το Desamparado είναι το καλύτερο τραγούδι του album μοιράζοντας σαν μέθυσος ταχυδρόμος τα μουσικά μαντάτα στα υπόλοιπα τραγούδια και στους θαμώνες του φτωχικού καμπαρέ παίρνοντάς τους σαν αέρης που θυμώνει με τα λεγούμενα αλλά κουρνιάζει και πάλι στον ώμο του διπλανού. «As youths we used to talk at night / Of the joys that life was going to bring our way / & The failures of our forebears / Were as clear to us as the cold light of day / But now those days are dead & gone / & The future that we had is now the past / & It's cobwebs that we cling to/ Our aspirations turned to ashes in our hands».

Υπάρχουν μερικές φορές κάποια φαντάσματα που δημιουργούν ερείπια ταγμένα για να φτιάχνουν πάντα μουσικές. Ο Matt Elliott κλείνει την τριλογία του φέτος με το Howling Songs. Είναι μονάχος σαν φάντασμα, γράφει σε κάποιον μερικές λέξεις, παίζει την κιθάρα του σάματις να ‘ναι ο τελευταίος άνθρωπος του κόσμου γύρω από μια αρμαθιά μισάνθρωπους, θρονιάζει τους απειλητικούς τους κώλους σε μια καρέκλα μονάχα με την μαγεία του και για τέλος τους σηκώνει πάνω ώστε να χορέψουν διαολεμένα γύρω από τις γνωστές κι απαίδευτες ιστορίες τους που πάντα θα περιμένουν ένα τελευταίο φιλοδώρημα.

Something About The Ghosts.

Τα φαντάσματα θα είναι για πάντα εκεί.


myspace

site

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

16 Γενάρη 1978

Στα τριάντα μου, σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι γύρω στη μία το μεσημέρι. Μεθυσμένος. Στη θέση μου. Κατούρησα καθιστός και ήπια μπόλικο νερό απ’ τον νιπτήρα. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και πρόσεξα πως τα μάτια μου μίκραιναν κάθε χρόνο και μια σπιθαμή. Ο άνθρωπος υποτίθεται πως γίνεται πιο σοφός και κάθε χρόνο... μαλακίες... έφτιαξα καφέ και η γυναίκα μου καθώς έφευγε για την δουλειά αναρωτήθηκε αν έπρεπε να με χωρίσει. Της τραγούδησα κάτι και δώσαμε ραντεβού για το βράδυ. Έβαλα καφέ στο φλιτζάνι, παρακάλεσα τον καιρό να πάει με τα κέφια μου και φόρεσα την τρύπια μου φόρμα. Άναψα τσιγάρο, κοίταξα πέρα στην εθνική δυο αμάξια να σκοτώνονται και αναρωτήθηκα αν ξεκινάει η κρίση των πρώτων –άντα. Ο Tom Waits τραγουδούσε απ’ το πικάπ τον αιώνιο στίχο: «Did the devil make the world while god was sleeping». Γέλασα κι έγραψα τα λόγια σε μια πληρωμένη απόδειξη ρεύματος. Διάβασα ένα ποίημα που είχα γράψει το προηγούμενο βράδυ και ύστερα το ‘σκισα. Η ποίηση δεν είναι εύκολο πράγμα φίλε μου, και αυτές οι ομοιοκαταληξίες...τρόμος! Δεν είχα όρεξη να δω κανέναν, δεν είχα διάθεση να κάνω τίποτα. Δεν ήταν το ποίημα, δεν ήταν η κρίση των πρώτων –άντα, άλλωστε δεν πίστευα σε τέτοιες μαλακίες, ήταν εκείνη η κλωτσιά στον κώλο που σου έλεγε πως κάποιες μέρες απλά δεν συμβαίνει τίποτε. Σου ‘χουν τελειώσει τα ξόρκια, σ’ έχει δέσει χειροπόδαρα η ανία της ζωής και η μόνη σου ελπίδα είναι μοναχά το πάτωμα.

Στα τριάντα μου, σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι γύρω στη μία το μεσημέρι κι αφού κατούρησα καθιστός, ήπια καφέ και άκουσα Tom Waits. Αργότερα αποφάσισα να πάω μέχρι την κάβα, ν’ αγοράσω ένα μπουκάλι βότκα, να γίνω στουπί και να περιμένω την γυναίκα μου για το βραδινό μας ραντεβού δίπλα σε άλλους, απλήρωτους λογαριασμούς και ποιήματα που δεν βρήκαν ακόμα ένα λόγο να πάνε με τα κέφια μου!


κείμενο: Γιάννης Ζελιαναίος
photo:
Marilyn Monroe Blowing Out Candle on 30th Birthday Cake June 1, 1956