Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016
Ο Διάβολος πάνω σε Στρατσόχαρτο / 2η έκδοση... κυκλοφορεί
Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016
Πολύ ποτό κι απόψε
Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010
Τρίτη 18 Μαΐου 2010
Τα τιμαλφή της Πάτρας
Παρακάτω τα ποιήματα των αγοριών και κοριτσιών που διάβασα καθώς τελείωσε ο διάβολος με τα στρατσόχαρτά του...






Πέμπτη 6 Μαΐου 2010
Ο Διάβολος στην Πάτρα...
Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010
Ο Διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο...παρουσίαση

Τετάρτη 24 Μαρτίου και μετά της 20:00
στο cafe bar 37, Εμμανουήλ Μπενάκη 37 και Σόλωνος, (Τηλ. 210-3815429)
Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Γιάννη Ζελιαναίου
«Ο Διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο» από τις εκδόσεις Ενδυμίων
Λιγη συζήτηση
μπόλικα ποτά
περισσότερη μουσική
και απαγγελία
Άλλωστε το μόνο που ξέρω
είναι πως ο διάβολος παραμένει στο στρατσόχαρτο
και τα παιδιά του στο μελάνι
(δεν θα υπάρχει μπράβος στην πόρτα)…
Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009
Ο Διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο...Κυρίες και κύριοι, εκδοθήκαμε!!!
Καμιά φορά έρχεται την ώρα που το χάνεις
περιμένοντας έναν τρελό να πληγιάσει την δυστυχία
και στην κάθε ερώτηση
έχει κι ένα πανί μήπως και γλιτώσουν τα μάτια του.
Καμιά φορά έρχεται όταν τρυπούν τα παπούτσια σου
και δεν έχεις φτάσει ακόμα στο ξεροκάματο της γειτονιάς
παλεύοντας το πόμολο και την κλειδαριά
για να σε μπάσουν στο μεροδούλι μιας άφωνης βοής.
Καμιά φορά έρχεται όταν οι γάτες γλύφουν τα πόδια σου
και δεν λένε να φύγουν
παρά μονάχα όταν της παρηγορείς με ψόφιο ψάρι από μνημόσυνα
και γάλα πεταμένο από τρελό χορό βυζιού,
μάνας αναίσχυντης στο μεροφάι του συρφετού.
Καμιά φορά έρχεται όταν τα νέα παιδιά
χάνουν τους στόχους
και δεν τους φτάνει ο έρωτας
που λάγιαζε η αυτολατρεία τους
και τρελαίνονται κι αυτά
σαν βρίσκουν στα γεννοφάσκια της μοναξιάς
μια καινούργια παλαβομάρα.
Καμιά φορά έρχεται
όταν το τηλέφωνο δεν χτυπά,
η μπίλια δεν μυρίζει τύχη,
τ’ αγνοημένα κείμενα δεν αρπάζουν φωτιά,
οι κάλτσες δεν λένε να πλυθούν,
οι προσπάθειες δεν σέρνουν τους καιρούς τους
και οι καταλήξεις βάζουν συνέχεια αποσιωπητικά
στα μεγάλα ερωτήματα που ξενοιάζουν τις ήρεμες νύχτες.
για όποιον επιθυμεί αντίτυπο δεν έχει παρά να στείλει mail στο
gianniszelianaios@yahoo.gr
..ετοιμάζονται παρουσιάσεις...
...όχι από αυτές που νομίζεται...
Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009
Η ποίηση ψοφάει για πεθαμένους

Υπάρχουν εκείνοι που γράφουν για τους beat
και ύστερα ψοφάνε για ένα παιχνίδι αθανασίας.
Υπάρχουν κ’ οι άλλοι που στην καθαρεύουσα
φρονούν πως ξεπαστρεύουν ανισόρροπα λογάκια.
Κ’ υπάρχουν κι άλλοι τόσοι
που χαριεντίζονται σε υπολογιστές
κρατώντας φανερά ημερολόγια
μπας και κρυφακούσει
κάνας ανήμερος εκδότης με φουλάρια
την ξεκωλιά των θαυμαστικών τους.
Υπάρχουν κάμποσοι
και άλλοι τόσοι
που δουλειά δεν κάνουν
παρά μονάχα με το δεξί
στης ρουφιανιάς τη γνώση
στο ξεκατίνιασμα για τρεις στροφές
και μιας γαμημένης ομοιοκαταληξίας
επιμονής στον αφοπλιστικό το στίχο
μονάχα για μια τριχιά στον άλλον.
Υπάρχουν κι εκείνοι
που με αποσπούδαστη κοψιά
ξεραίνουν κόμματα,
χορεύουν το κώλο τους
απ’ το ένα εγώ στο άλλο,
αδειάζουν βιβλιοθήκες σάματις
να πρέπουν για το επίμονο καλό
και το προστατευτικό μιας τέχνης
που οι ίδιοι έστησαν
σε δύο μέτρα
και σε δύο σκατά.
Τούτο το ποίημα είναι χάλια
και το ξέρω
μα το γράφω
είκοσι λεπτά πριν τις τέσσερις.
Σαν προμετωπίδα σε γαμοβιβλίο δε ακούγεται;
Η καρέκλα είναι σκληρή
και το μπουκάλι τελειώνει
μιλώντας τόση ώρα για ένα πράγμα πεθαμένο
που το σκαρτεύουν όσοι δεν στοιχημάτισαν ποτέ.
Η ποίηση είναι ένα πολύ παρεξηγημένο πράγμα,
οι γραφιάδες της δεν έχουν καμία διαφορά
από εκείνα τα κακόμοιρα ζώα
που βλέπεις σ’ ένα κανάλι πριν βάλει την τσόντα του
δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα
γιορτάζοντας το τομάρι τους που γερνάει
και δεν θρονιάζεται σε καμία ήσυχη καυλοκατάνυξη.
Η ποίηση θέλει μουσικές
και ανθρώπους ξεγραμμένους
αλεπουδιάρηδων κλεφτών,
μιας μπάντας απ’ τη δύση
που ξέσκισε τα σμιθ εντ γουέσον
του Μορικόνε
γύρω από έναν προτελευταίο ύπνο του θανάτου
την ώρα που ματώνουν και πάλι τα γινάτια
και ίσως τότε κάτι και πάλι
ίσως και κάτι τότε
πάλι να γίνει.
Η ποίηση ψοφάει για πεθαμένους.
Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009
Αγάπη σημαίνει...

Αγάπη σημαίνει
να φοράς τις παντόφλες σου
και να πληρώνεις όλους τους λογαριασμούς σου
όταν μετράς πεθαμένες τίγρεις δίπλα στο πεζοδρόμιο.
Αγάπη σημαίνει
να βλέπεις τηλεόραση
και ν’ αφήνεις μια πορδή
κάτω απ’ τα σκεπάσματα
την ώρα που κάποιος μακελεύει
δυο τελευταία παιδιά
μέσα στο μπουρδελοκούτι που
κινάει τα πρωινά σου σκατά.
Αγάπη σημαίνει
να παίρνεις πάντα τον ίδιο δρόμο
όταν το σπίτι σε καλεί
ακόμα κι αν μια ανένδοτη παρανομία
γαργαλάει τ’ αχαμνά σου
για ένα άσκοπο μεθύσι
στη γειτονιά που σου φυλάει μια
κάθιδρη στροφή.
Αγάπη σημαίνει
να κοιτάς τα ρούχα που σε πεζοδρομούν
και να μην μπορείς να διαλέξεις παντελόνι
ακόμη κι όταν όλα είναι ίδια
στο κυρ ελέησων της βαρετής γραφής.
Αγάπη σημαίνει
να διαβάζεις τις πρωινές
κυριακάτικες εφημερίδες
και τίποτα να μην συμβαίνει στον κόρφο σου
σαν πως πουλιέται ένα αρχίδι ποιητής
στο τσαλίμι ενός γραφιά
και στην επιταγή που σκουπίζει
τον κώλο του.
Αγάπη σημαίνει
να ξύνεις καλά το μολύβι
πριν πηδήξεις τα εναπομείναντα
γεράματά σου
κ’ ύστερα την ψυχή σου
κάτω από μια σπουδαία μετάφραση
πλιάτσικων κουβέντων
σ’ ένα γήπεδο στίχων ομοιοκατάληκτων.
Αγάπη σημαίνει
να στέκεσαι
θλιμμένος και μπλέ
πάνω σ’ ένα απλήρωτο καλοριφέρ
κι όταν αναρωτιέσαι τι στο διάολο
κάνεις εκεί
έρωτας να σημαίνει όλα τ’ άλλα.
Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 3:11 μετά τα μεσάνυχτα
Πίνακας
Flight - oil on panel - 24 x 34 cm - 2007
Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008
Η Φάρα

Η σημαντική ώρα
ξεπέφτει
πριν το χνώτο μας ξεμυρίσει τα ξημερώματα
και οι πιο τρελές γυναίκες
χάθηκαν
πριν πούμε καν το τελευταίο αντίο.
Οι φίλοι
ξεθωριάζουν
μονάχα τα ποτά αλλάζουν
κι από σκούρα και χρυσαφιά
βυζαίνεις μόνο άσπρα.
Τα δάχτυλα τρέμουν,
αυτά τα τρέμουλα δεν θα μετανιώσουν ίσως ποτέ,
πιανίστα πρόθυμου να κολάσουν αγιοσύνες.
Γράφω σαν ποιητής,
μισώ τους ποιητές,
οι μισοί από δαύτους είναι κοινοί μικροαστοί εγκληματίες.
Κόπιασα πολύ για να μην γελώ με αηδίες.
Έριξα πολλά μαλλιά στο χώμα
για να τραφούν οι κατσαρίδες του σκοταδιού.
Είδα το χρέος μου,
δεν είδα κάτι πιότερο
και προπαντός ξενύχιασα τις κραυγές πριν αυτές με θάψουν.
Μίλησα σαν μουσικός,
πρέπει να μιλάς σαν μουσικός,
να παίζουν τα χείλη σου σαν πλήκτρα,
να γεμίζουν τα κενοτάφια του μυαλού σου
με κακορίζικα λογάκια.
Τ’ αγοροκόριτσα να ξέρουν τη μιλιά,
να βλέπουν να ντυθούν με λεπτολούλουδα
και χαρτόβιες σκιές.
Να νιώθουν τα μανίκια σου
τη μπαστουνιά στο σώμα.
Είδα την ώρα την ασήμαντη
που κάποιος έλεγε
Εγώ
και ξόφλαγε το πλοίο του στα πλούσια φινιστρίνια.
Τα πλοία τώρα βυθίζονται.
Το ‘πε κι ο τελευταίος που έζησε στο κάποτε ξακουστό Παρίσι
με τους αγέρηδες αντάμα στο κατάρτι.
Πίνω βότκα,
καινούργια συνήθεια.
Με τα χρόνια τα ποτά αλλάζουν.
Οι άνθρωποι μόνο ταμπέλες σταυρώνουν
και κράζουν πάνω τους
σαν πουστόφτηνες παρομοιώσεις.
Η φάρα,
η φάρα
που λέγεται
Ανθρώπινο γένος.
Πορτοκαλιές ξεραίνονται
και δοκιμάζει η γεύση μας το καταχείμωνο.
Αντίο ξυπόλυτε ονειροκρίτη.
που είναι ήδη έτοιμος και περιμένει...
Γιάννης Ζελιαναίος
Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008
Πολύ ποτό κι απόψε

Μες στο πυρομάνι της σοδειάς
και του νεκρού το άναμμα στη πρωινή την μπύρα.
Θέλω να σπείρω για τα μπουκάλια σου που ‘μείναν στην κουζίνα.
Τα λόγια είναι πια νυχτερινή υπόθεση.
Το στυλ κρατιέται σαν της νύχτας το περπάτημα,
την πατημασιά της γάτας,
την ακρόαση,
τα δύο χείλη στο δαχτυλίδι του οινοπνεύματος,
τ’ ακροδάχτυλα στου σπέρματος τη φλόγα,
το στοίχειωμα που κούρνιαξε
και δεν του είπε τίποτα το κορμί σου.
Ένα δάκρυ ήταν η γνώμη μου και θυμάμαι που άναβα
με του νεκρού πατέρα το τσιγάρο.
Κι άλλα τραγούδια λοιπόν.
Πολλά τραγούδια.
Οι κλασικοί μ’ ένα κωλοδάχτυλο στην τρύπα τους.
Οι γυναίκες με λαμπερά φουστάνια.
Σιχάθηκα να φυσάω το μπουκάλι για την λήθη μας.
Πάντα μόνος είσαι.
Ας πιούμε λοιπόν μπύρα.
η ζωή δεν έχει άλλο καπάκι.
Θα στρίψουμε το επόμενο νόμισμα,
θ’ ακούσουμε τα καινούργια φτερά,
δεν θα φορέσουμε άλλα καπέλα,
γίνηκαν τα καλούπια των γελοίων.
Έλα εδώ.
Μύρισε τούτο το αλάτι.
Στείλε κενό το γράμμα.
Ξόρκισε το επόμενο ξόδι.
Άσε τις ευτυχισμένες γυναίκες να κοπάσουν στη φωνή τους.
Η ποίηση ήταν στ’ αλήθεια κάνα δυο ονόματα.
Πνιγμένος σ’ ενός κεριού πρόσχαρου τα συχωρεμένα.
Μια ζωή το πρόβλημα ήταν να εκτεθείς.
Είτε είσαι ποιητής
ή κηπουρός
ή θεραπευτής
ή χασάπης.
Το ξόρκι θα είναι πάντα το ίδιο.
Αν θες να ξεφύγεις μάθε να μένεις σ’ ένα δωμάτιο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι τρελαίνονται γιατί σκέφτονται άλλο ένα καλύτερο γαμήσι.
Στέκεσαι στη πόρτα και το ξόρκι είναι εκεί.
Ακούς την ίδια μουσική,
ξεσκαρτάρεις τον γνώριμο χειμώνα,
βάζεις τόνους στις ίδιες επιστροφές.
Δε μπορώ πια να γυρίσω σπίτι
γιατί το σπίτι είναι ένα κομμάτι χαρτί.
Δε μπορώ να κάνω έρωτα,
είδα τα πάντα να γαμιούνται.
Τι να δεις πια στο σκληρό χαρτί.
Όλες οι αηδίες που πρέπει να γράψεις,
όλα τα χέρια που μένουν ν’ αγγίξεις.
Ξύνω γυαλιά μπας και με δει το φως.
Στέκομαι σιμά στο φως μπας και η φωτογραφία δείξει.
Η ευκαιρία ξεπερνάει τη κίνηση
κι εννοώ την ώρα που αρπάζεις καθώς χαϊδεύεις τα μαλλιά σου.
Νιώθω παγωμένος.
Γερνάω κι άλλο.
Δεν παν’ να γαμηθούν τα δεδομένα.
Δεν θυμάμαι τι ώρα μου είπε πως είναι.
Ποίηση είναι να μην το παίζεις ποιητής.
Ποιητής είναι να στέκεσαι όρθιος
την ώρα που αντιμετωπίζεις χίλιους δυο μισάνθρωπους.
Ποιητής είσαι σαν νιώθεις τα κρύα χέρια
και δεν αποδιώχνεις τη μνήμη.
Όταν βλέπεις το χώμα να σε πλακώνει
και δεν παίρνεις κανέναν τηλέφωνο.
Σαν περιμένεις και δεν φοράς τιράντες να σε κρατούν στο χώμα.
Σαν κάτι κρόταφοι αμακιγιάριστοι
με τα νύχια τους άκοπα στα πόδια
και την μουσική των γραφτών τους
την πιο τρανή θηλιά.
Ποίηση είναι να κουβαλάς γράμματα μέσα σ’ εποχές χαμένες.
Να στέκουν τα μάτια σου λαβωμένα λάφυρα,
στ’ αναχώματα της σαπισμένης σοδειάς.
Ποίηση είναι...
πολύ ποτό κι απόψε.
Σκίτσο σε χαρτοπετσέτα: Θάνος Ανεστόπουλος
Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008
Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008
Να...

και τίποτα να μην σχωρνάει τις δίσεκτες ζωές που φύγανε
παρά μονάχα να κουρδίζει τ’ αποτσίγαρα στον πάτο,
μετρώντας ξέφωτα στου κάκου την ατυχία.
Ν’ ανάψουμε τα φώτα
παίζοντας με τραινάκια της αγάπης
που γυρνάνε απ’ το ένα φιλί στο άλλο,
ξεζεύοντας ονείρατα απ’ της πράσινης μπουκάλας το γυαλί.
Να ταξιδέψουμε
όταν καμία γνώση δεν θα μας μοιράσει
της τσόχας τα ξοδέματα.
Να έχουμε πάει με πολλές γυναίκες
και με ακόμα πιο πολλά από εκείνα τα χαρτιά
που στάνταραν στα ζάρια του τελευταίου βήχα μας.
Να τρομάξουμε και ύστερα να τρελαθούμε
ρωτώντας για εκείνο το κορίτσι που έτρεμε
κι εκείνον τον άντρα που πάντα ντυνότανε βαριά
γράφοντας κάθε βράδυ κι από μία ιστορία.
Να ξενυχτήσουμε πολλούς νεκρούς
μα ακόμα κι άλλους για παρακάλια που δεν στάθηκαν.
Να φύγουν δίσεκτες ζωές
και νά ‘ρθουν κι άλλες
έτσι μονάχα για να τραβήξουμε το ήρεμο χαρτί,
για να γυρίσει ο έρωτας
και να σφυρίξει ο γείτονας γλυκά σε μια πλατεία
που ο θάνατος μετράει τα δόντια του διπλανού μας
και την ευχή στου ζωντανού τη σιγαλιά.
Να σιγοτραγουδήσουμε ήρεμους στίχους
φτύνοντας τις παλάμες μας
για να ζεσταθούν τα χρόνια που ήπιαν κόκκινο κρασί.
Να σταθούμε σαν άγια ρεμάλια,
βλέποντας γέρικα σκυλιά
στην κατερείπωση μιας ξομολογήστρας νύχτας.
Να γράψουμε για την δυστυχία στο χαρτί
προλαβαίνοντας τα πάντα σε μια ριξιά του φόβου.
Να ονειρευθούμε πένθιμα τύμπανα
και άγρια προσκεφάλια.
Να προλάβουμε
πριν το κλειδί γυρίσει στην πόρτα
κι η ανάσα μας παγώσει,
να φύγουμε έξω
πριν πιούμε κι άλλο,
πριν τρελαθεί το μεδούλι της νύχτας μας,
και αγκομαχήσουμε στο ξέφωτο
που βυζάξαμε την ρώγα του πρώτου βιασμού,
να δούμε μιαν ώρα
που η γλώσσα μας δάγκωσε τους εφιάλτες
τα νύχια μας κόμπιασαν στον αέρα
τα πόδια δεν έδειξαν περίσσιο έλεος στο κορμί
και εκεί κοντά
στα κόκκινα μάγουλα της τύχης
να έρθει
εκείνο που δεν έμεινε για να μείνει
εκείνο που δεν έμεινε για να κάνουμε
εκείνο που δεν έμεινε για να μας πει
εκείνο που
κάτι έμαθε στον Βαν Γκογκ
ώστε ΝΑ κόψει το ένα του αυτί
Γ. Ζελιαναίος
[Άνοιξαν τα μικρόφωνα...ώρα να πετάξουμε άδεια μπουκάλια ο ένας στον άλλον]
στη υγειά σας!!!
Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007
Αυτό το ποίημα...
Αυτό το ποίημα είναι για σένα
που τρελαίνεσαι πριν πέσεις στο κρεβάτι
και μουρμουράει η γυναίκα σου για τους απλήρωτους λογαριασμούς
και τρελαίνεται η μάνα σου για τις αδιόρθωτες συμπεριφορές σου
και σου μιλάνε οι φίλοι σου για τις ακάθαρτες σιωπές.
Αυτό το ποίημα είναι για ‘κείνους που μαύρισαν τα χέρια τους
και πίνουν ούζα στου καφενείου την πληρωμή,
που σταυρώνονται στους πάγκους για τρεις κι εξήντα
και τους γαμούν οι τράγοι της πολιτικής,
τα κωλόπαιδα με τις σιδερωμένες γραβάτες.
Αυτό το ποίημα είναι γι’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν τους γραφιάδες των free press
‘κείνους που λέν’ τι όμορφα είναι τα βράδια της πόλης
γιατί ποτέ δεν άνοιξαν φάκελο με λογαριασμό
γιατί η μάνα ξεσκάτιζε τα βρακιά τους απ’ τα ερασιτεχνικά μεθύσια
και ο πατέρας φρόντιζε τα πλυμένα τους αρχίδια.
Αυτό το ποίημα είναι για τους μαλάκες ποιητές
που νόμιζαν πως τα λόγια είναι δυο ποτάμια.
Που δεν ρόζιασαν ποτέ τους τις παλάμες
και γίνανε το λουρί ενός ατάλαντου.
Για τα Παρίσια τους
και τις αγύμναστες κωλοτρυπίδες τους
για τους μπαμπάδες στρατηγούς τους
και τις γιαγιάδες νταβατζήδες τους.
Για τα ποτά των 10 ευρώ τους στα μπαρ της γελοιότητας
για το βυζί της μάνας τους που έγινε εικονοστάσι
και τα ημερωμένα μεσημεριάτικα πρωινά τους που δεν υπήρχε ποτέ το ξυπνητήρι.
Αυτό το ποίημα είναι για
τους πενηντάρηδες οικοδόμους
που πίνουν ότι βρουν μπροστά τους
μονάχα για να σταματήσουν τα χρόνια
και τις γυναίκες τους που μετράν τις δεκάρες στα μπακάλικα της γειτονιάς μην τυχόν και φάνε ξύλο το βράδυ.
Αυτό το ποίημα είναι για τους χαρτογιακάδες
που έπιασαν τον παπά απ’ τα αρχίδια
και τους παπάδες που έγιναν αρχίδια.
Αυτό το ποίημα είναι για τούτη την πόλη
που δεν κατάλαβε ποτέ από που της ήρθε
και βολεύεται με τα ίδια σκατά
εδώ και κάποιες δεκαετίες
και θα βολεύεται για χρόνια ακόμη
καθώς οι σκύλες θα γαβγίζουν τα βράδια
οι μπεκρήδες θα μετράνε ατυχία
και τ’ αποτσίγαρα θα χορεύουν κλακέτες
πάνω στον ίδιο ρυθμό του θανάτου.
Ανέκδοτο
Κυριακή 29 Απριλίου 2007
Κάπως έτσι...τσακίζονται οι σπουδαίοι άντρες
και σχεδόν μετανιώνουμε πάντα όταν
χτυπάει το ξυπνητήρι
και κατουράμε καθιστοί
για άλλη μια μέρα που
ο ήλιος ξεπροβοδίζει τη χασούρα.
Ανεβάζουμε τα βρακιά μας
φοράμε ασιδέρωτα πουκάμισα
και οι γυναίκες βάζουν κόκκινο κραγιόν μόνο
και μόνο
για να ξεγελάσουν τη βαρεμάρα.
Στριμωχνόμαστε στα στασίδια ενός λεωφορείου
αναπνέουμε τον άτιμο ιδρώτα του διπλανού μας
που ίσως είναι και φονιάς
και νταβατζής
και οικοδόμος
και δικηγόρος
και ιδιοκτήτης παντοπωλείου.
Δεν έχει καμία σημασία όμως καθώς
πατάμε την πυρωμένη άσφαλτο
κι ανάβουμε τσιγάρο
φτύνουμε σ’ έναν κάδο
και ξύνουμε τ’ αχαμνά μας
τρέχοντας για το μεγάλο
κοινότοπο
τίποτα
με κομμένα τ’ αρχίδια μας
πίσω από έναν ξύλινο πάγκο
που στέκεται υπομονετικά
πεθαμένα
χρόνια εκεί
περιμένοντας
την ξεχειλωμένη κοιλιά μας
να διπλαρώσει στον κουρνιαχτό του
για οχτώ ώρες
την μέρα
κάθε μέρα
εβδομάδες θλιβερές
χρόνια
δεκαετίες
αιώνες
μονάχα για να χτυπήσει ένα κουδούνι
και να τρέξουμε
λυσσασμένοι
είλωτες
και τρελαμένοι
στο πρώτο μπαρ της γωνίας.
Κάπως έτσι τσακίζονται
οι σπουδαίοι άντρες
Ανέκδοτο
Παρασκευή 6 Απριλίου 2007
Όλα τριγυρνούν αντίστροφα
κι αν καμιά φορά τρομάξει κανείς από τη σιγαλιά
ίσως φανούμε τυχεροί.
Μ’ αρέσει το πιώμα κ’ η βροχή
σαν πενθείς κάποιο ζώο που σου στάθηκε στη τρέλα.
Τρομάζω στους βραδυνούς αποχαιρετισμούς
όταν γεμίζουν τα ποτάμια
κι εσύ έχεις τελειώσει με άλλον ένα πόλεμο.
Σκυλιά γαβγίζουν στη βροχή
γαβγίζουν στ’ αυτοκίνητα
και στις ξεπεσμένες
τις φτωχές
στέκονται μουσκεμένα
κι οσμόνται τ’ αγιοκλίματα
πνιγόμενα από χαρά κι αποδημόντας από φέξεις
ξοφλώντας με το δέρμα τους
πιστεύοντας στο Κόκαλο.
Δεν υπάρχει αυτό που πιστεύουμε
έχει σταματήσει από καιρό να φέγγει με δροσιές.
Μάθαμε να δωροδοκούμε τα λουλούδια
μπας και κάνει μισό κύκλο η ευτυχία.
Άγριες τρομπέτες λυγάνε
κι ακόμα
βρεχόμενος ο διάβολος
κοιτά με χάζι απ’ το περβάζι.
Ανέκδοτο