Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

C. R. Avery…ένας ποιητής που κάπου κάπου έγραφε και τραγούδια


Λοιπόν θα πάρω αυτό το album και θα γίνω πίτα το σαββατοκύριακο. Θα κλειστώ σ’ ένα δωμάτιο, θα αφήσω το κρύο να μπει στα χέρια μου ξεραίνοντας από ανία τις παλάμες μου, θα παίξω με τα παγάκια στο στόμα μου, θα στείλω αλλόκοτα γράμματα στους φίλους μου, θα πιω κι άλλο, θα παρατήσω τη γυναίκα μου όταν εκείνη μαγειρεύει βοδινό για μετά το μεθύσι και ύστερα θα χυθώ σ’ ένα μπαρ από εκείνα που βρωμοκοπάνε μεταχειρισμένο βυζί και βενζίνη ουίσκι, σκορπώντας χίλια κομμάτια τα νέα της Αγίας Μαίρης στη μαλακία που δέρνει εκατομμύρια μικροαστούς, μισάνθρωπους εγκληματίες στην απανθρωπιά που γεννοβολάνε τα σκατά που συμβαίνουν.

Ξέρεις, βλέπω χιλιάδες ξεπεταρούδια καθαρματάκια ν’ ακούνε Hip hop με το βρακί τους χεσμένο και προστατευμένο απ’ το βυζί των φραγκάδων πατεράδων τους. Δεν άκουσα ποτέ Hip hop μουσική στη ζωή μου, δεν κατάλαβα ποτέ την ρημάδα μπουρδολογία ρίμα της, δεν έζησα ποτέ σε γκέτο της μαμάς Αμερικής, φοβάμαι την μήτρα της και τον Μπαρμπα Σαμ με τους αραπάδες του να σηκώνουν κωλοδάχτυλο στην βολεψιά του. Δεν με αφορά τίποτε από όλα αυτά. Άλλωστε τα γκόσπελ και τα μπλουζ με μεγάλωσαν πριν την ενηλικίωση!

Είμαι ένας μέθυσος που έφαγε κι έριξε ξύλο, που δουλεύει για το πιοτί και τους λογαριασμούς του βαριεστημένος πια όταν ακούει ηλίθιους στίχους για ηλίθιους ανθρώπους από ηλίθιους καλλιτέχνες μεγαλωμένους από ηλίθιους μουσικογραφιάδες. Κοίτα όμως να δεις τι γίνεται όταν ο καλομαθημένος κώλος μου στον στίχο και στην αφοβία για ιστορίες που τα χώνουν χωρίς δήθεν οργή, που τα λένε σαν καταπίνουν το σάλιο τους απαγγέλλοντας οργισμένα, τραχιά, ασύμφορα και άηχα μπουρδελιάρικα λογάκια με κουίντα τα ανέγγιχτα μπλουζ, γίνεται ορφανό που τρέχει στον ποιητή μπας και του δώσει ένα τσιγάρο.

Γάμα τις εισαγωγικές μαλακίες, σιχτίρισε τον κάθε μαλάκα που γράφει τα δικά του. Ο μουσικός, ο ποιητής, ο καλλιτέχνης ήταν πάντα το επιχείρημα, όλα τα υπόλοιπα οι ματαιόδοξες παπαριές που σού ‘παν κάποιοι που δεν γύρισαν ποτέ το κλειδί απ’ την εξώπορτα μ’ έναν αλλόκοτο φόβο. Ο μουσικός ήταν πάντα ο προστατευτικός σου καθοδηγητής.

C.R Avery. Ποιητής, γραφιάς, μουσικός καλλιτέχνης! Με ιστορίες που σου δέρνουν τον κώλο με λουρίδα, με ρουφηξιές τσιγάρων και χαρακτήρες που δεν λυγάει ποτέ η μούρη τους στη λάσπη. Ρυθμός hip hop, το στόμα του μουσικό όργανο, τα σάλια του τύμπανα, τα γέρικα αιώνια μπλουζ, η γκόσπελ γύμνια ενός ποιήματος ρουφηξιά, η φυσαρμόνικα που φυσάει ο διάολος όταν ένας χορός είναι δικός του με την ζαριά στημένη. Μια μαγική ώρα που ο Ginsberg λυσσάει για παιχνίδια με βέλη, ο Tom Waits ορκισμένος οπαδός του, τα κότσια του πάνω στο χαρτί και στη νότα και στη ριξιά που πέφτει σε μια μαύρη βίβλο, σ’ ένα ρουφηχτό φιλί από κοκότα πολυτελείας ξαναμμένης σαν ο πιανίστας της γράφει άλλο ένα κομμάτι. Η σπορά των νέων στην πόλη, η ποίηση που γδέρνει, πάντα η ποίηση που γδέρνει, όχι εκείνη η βαρετή με τις βαρύγδουπες στροφές που έχει πεθάνει από την εποχή που γέρασαν οι ποιητές πριν την ώρα τους κι έγραψαν κάτι κωλόπαιδα της φιλολογικής ομοιοκαταληξίας το όνομά τους σε εκείνα μιας μουσικής κρυφής επανάστασης. Ποίηση του ανυπέρβλητου Gill Scott Heron, του πρώτου που τά ‘πε δεκαετίες πριν τα μπολντιμπιριασμένα χάρχαλα ξεράσουν γλιδιασμένες καλοβολεμένες εκατομμυριούχες ατάκες. Τα νέγρικα μπλουζ που ζητάνε μια ουγκιά ουίσκι κι ένα όπλο, η τζαζ του Charlie Parker και η καθάρια φωνή της Patsy Cline, οι ξεθυμασμένες σταλαματιές ενός φτηνού ουίσκι στα γένια ενός παιδιού απομακρυσμένου που μετράει νύχτες, μετράει ώρες, μετράει λεπτά. Το βαθύ μπλε, τα ατελείωτα απανωτά τσιγάρα και τα ατελείωτα απανωτά τσιγάρα, οι μεθυσμένοι που πίνουν σ’ ένα μπαρ δεκαετίες και δεν μετανιώνουν ποτέ που παίζουν φανταστικό πιάνο τα δάχτυλά τους πάνω στη μπάρα, στο ξύλο που κάποτε θα τους σκεπάσει, στα μπλουζ, στα γκόσπελ, στο γαμημένο μουσικό θέατρο που δεν είναι πια θέατρο γιατί όταν ο μουσικός είναι και ποιητής η ποίηση του σου δίνει μια σπρωξιά και σε πάει στην άλλη πλευρά.

C.R Avery. Ποιητής, γραφιάς, μουσικός καλλιτέχνης! Μ’ ένα άλμπουμ ανείπωτο, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, ένα καπέλο παρατημένο πάνω στο πιάνο, έναν δρόμο που βάφτηκε μπλε, μια αρμαθιά ιστορίες, μερικά ποιήματα στο κεφάλι του, και μια άφοβη μουσική παλινδρόμηση που τά ‘χει όλα γραμμένα εκεί που δεν γράφουν οι υπόλοιποι!

Ευτυχώς έχω ένα κωλόπαιδο να γράφει όλα αυτά για μένα Ακούει όλη αυτήν την μουσική για μένα, ξεροβήχει όταν πάω να αλλάξω την λάμπα και ξεροκαταπίνει λόγια σαν του χώνουν το μολύβι στο λαιμό. Να πάει να γαμηθεί η ποίηση που σας έμαθε τρόπους, να παν να γαμηθούν και οι κλασικοί που σας βόλεψαν τον κώλο με τα δάχτυλα τους, γαμήσου κι εσύ τριαντάρη πεθαμένε αρχιδογλείφτη που θες να μοιάσεις στον θεό σου. Σκέψου πόσους ποιητές δεν γνώρισες ακόμη...βούλωσέ το επιτέλους... δεν έχεις ακούσει τίποτα και τα λόγια κοίτα πως αντέχουν ...