Έστω ένα τόσο δα μικρό φως και κάμποσο κρασί ν’ αναπνεύσει το πρώτο κλάμα.
Έκλεψες τη γύμνια σου, πορεύοντας στη κουζίνα, μ’ ένα κερί και μια σβησμένη φωνή – ψιθύρισμα, στου κάκου την αυγούλα.
Είχε έρθει πια η μέρα για τη πρώτη γέννα.
Την εκ βαθέων ξομολόγηση στου πρωινού τον αγνώριστο, από καιρό υμένα.
Μια κασέτα κομμάτι χαλασμένη, συνεχίζει ακόμα να παίζει.
Θαμμένη στα παιδικά εσώρουχα κάπου εκεί δίπλα απ’ το φυλαχτό και το πρώτο κέντημα της εφηβείας σου.
Στο μετάξι του αίματος.
Ξομολογήσεις του πρωινού σου λέω,
χωρίς καφέ,
μα το κρασί που γεύτηκες στη δίνη των καιρών σου.
Έπρεπε να φύγεις μα δε θυμάσαι το λόγο.
Τα μαλλιά σου ξέρουν ιστορίες μα το σώμα δε θυμάται.
Μιλιά του χειμώνα.
Στυφή,
κ’ η κασέτα ξεκινά με το πρώτο ποίημα που ταιριάζει σε νανούρισμα.
Δυο συρτάρια γραφτά.
Ακόμα δε μπήκαν στη θέση τους.
Μολύβι τραχιά ξυσμένο.
Η πρώτη γουλιά.
Πατάς και το κουμπί.
Ήμουν χωμένος στον υπόκοσμο. Σκοτεινές γυναίκες έψελναν σε καταφύγια ξεχασμένα. Ερινύες με κουρέλια στα κορμιά τους. Ένα μαχαίρι στην κοιλιά του δολοφόνου. Ο γέρος είπε: “θα σε σκοτώσω καταραμένε!”, και σκέπασαν το κορμί του μ’ ένα αρρωστιάρικο σάβανο. Υπόκωφες προσωδίες μάτωναν τους μηρούς των γυναικών και έσβηναν προς το μαύρο. Κάποιος πυροβόλησε τα κοράκια στο απογευματινό άγημα, στην εκκλησία της κωμόπολης. Επιτάφιες επαναστάσεις που ξύπνησαν με νεκρολούλουδα στα μάτια… η γυναίκα κλαίει… λέει πως πέθανε ο Χριστός σήμερα. Μπορούμε να σβήσουμε το παρελθόν και να σταυρώσουμε όλους τους Βαραββάδες σε ατσαλένια παλούκια; Υπάρχει μια σύγχυση λοιπόν σας λέω στην ιστορία και οι αυτόχειρες πρέπει να σμίξουν σε μια πόλη όπου το έλεος έχει σβήσει απ’ τις καρδιές. Να μπήξουν όλη συναγμένοι μια φωνή και να πατάξουν τις λευκές πετσέτες που είναι τυλιγμένες στους λαιμούς τους. Πείνασα εδώ πέρα που μ’ έχουν και φτιάχνω το κρεβάτι μου όλη μέρα. Ίσως να’ ναι και η φαντασία μου, μα οι πεταλούδες κλαιγοτραγουδούν στον κήπο της Γεσθημανής. «ΘΑ ΣΟΥ ΚΟΨΩ Τ’ ΑΥΤΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΕ και ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ σου θα κρεμαστεί σε μια συκιά μετά από δυο μέρες». Υποταγή στη νηστεία της Μεγάλης Παρασκευής και του Σαββάτου. Γι’ αυτό σας λέω λοιπόν, υπάρχει μια σύγχυση στην ιστορία και σήμερα ο ουρανός το βράδυ θα φορέσει ένα δερμάτινο μανδύα. Πλημμυρά λαδιού βγαίνει απ’ τις ρωγμές των σωμάτων τους. Πόροι αγιασμένης γαληνής. Στεφάνι αγκαθιού. Ρακένδυτος μανδύας. Ειρωνικές, πριγκηπικές τιμές. Βασιλικές στιγμές μαστιγώματος. Τα άλογα έσυραν κάποιο ταλαιπωρημένο κορμί δυο χιλιόμετρα και το παράτησαν κατακρεουργημένο στη μέση του σταδίου. Λέω να κοιμηθώ νωρίς απόψε. Θα ξυπνήσω την Ανάσταση και θα πεθάνω την Κυριακή όπου όλοι θα γιορτάζουν. Ματωμένοι αμνοί στο λάκκο. Το κοριτσάκι κλαίει και ματώνει ανάμεσα στα πόδια της. Η περίοδος της. Η Ανάσταση του. Ο θάνατος μου. Μπορείς να διαγράψεις τα υπόλοιπα.
Σαν τη μάνα που συνειδητοποιεί τον αυνανισμό του γιου της στο δωμάτιο και του βάζει τις φωνές ντροπιάζοντας τον, χωρίς να ‘χει καταλάβει πως πάνω στα σεντόνια στέκει υγρή μια φιμωμένη επανάσταση. Ή σαν τη κόρη. Που από μικρή έγινε μεγάλη κι ολοκληρωμένη γυναίκα, αφήνοντας πίσω στο πατρικό της, πάνω στο κρεβάτι, μια κούκλα ξεφτισμένη να φαντάζει σαν τη Μαγδαληνή στα πόδια του Χριστού. Είναι η ώρα που πρέπει να μείνουμε μόνοι. Ολομόναχοι. Ας γίνει τώρα.
Τα λόγια που μείνανε στο χρόνο τα έχει πνίξει μια κομμένη φλέβα πάνω σε δυο τρία χαρτιά. Οι άνθρωποι που μεθύσαμε μαζί τους, μετράνε μέρες στην αντοχή που ξεδιψάει το συκώτι τους. Οι γυναίκες που έφυγαν μια μέρα με λιακάδα, κλαίνε στο παιδικό τους κρεβάτι που δε λέει να ξεβρομίσει. Οι λόγιοι που τα τελευταία χρόνια γράφουν ποιήματα ασυνάρτητα, ξερνάνε λέξεις που κάνουν τα παιδιά που παίζουν τυφλόμυγα να πετούν το μαντήλι στη μούρη τους και ν’ αλλάζουν αυλή. Οι φωτογραφίες αρνούνται πια να μας κοιτάξουν. Ακόμα κι εκείνο το μικρό παιδί. Έχει σταματήσει πια να μαζεύει οβολούς. Φαίνεται άκουσε τη πρώτη του αληθινή ιστορία. Τσακισμένη η ζωή του σε δυο στοίβες ρούχα. Τι κόσμος άνθρωπε μου! Δεν το είχες καν απ’ την αρχή.
Θέλω να καταλάβω τι άνδρας έγινα. Θέλω να καταλάβω τα μοιρολόγια από τη Μάνη, γραμμένα σε μια κασέτα στις τρεις το ξημέρωμα. Θέλω να καταλάβω πόσο απόκοσμος έγινα. Θέλω να καταλάβω το φως που πέφτει στο πάτωμα τόσο απαρηγόρητα όσο και το σονέτο του θανάτου. Θέλω να καταλάβω πως μας ξέκανε τόσο γοργά η εφηβεία. Θέλω να καταλάβω τους ποιητές που έγιναν παλιάτσοι και καθώς έπιαναν τα αρχίδια τους δεν έβρισκαν τίποτα. Θέλω να καταλάβω που ξοδεύτηκε τόση ευτυχία. Θέλω να καταλάβω το διάβολο που κουράστηκε τη μέρα και κοντοστάθηκε αποβραδίς σε μια ταβέρνα για να τους πάρει όλους. Θέλω να καταλάβω τα ποιήματα που ξεπόρτισαν από το κουφάρι μου και τρόμαξαν τη γυναίκα που πλάγιασε σιμά μου. Θέλω να καταλάβω του γέρου τις πρόστυχες ιστορίες. Το κυκεώνα της ντροπής σε δυο σφιγμένα χείλη. Το σκυλί που γαβγίζει όταν ο βουτηχτής στέκεται πίσω από τη πόρτα.
Από τη πραμάτεια της ζωής μου Φτώχεψε από νωρίς το παιδί της νιότης. Σε κανένα μην πεις ποιος είμαι.
Μένει ακόμα να λυθεί ένα μυστήριο. Κόκκινοι κύκλοι χωρίς συναντήσεις. Ποτήρια άδεια δίχως έμπνευση για πιόμα. Φεύγεις και το σώμα λυγίζει. Μένεις μακριά και η γλώσσα παραπονιέται στο στόμα. Ξυπνάς κάποια πρωινά και κάθεσαι στο ειδώλιο του κατηγορουμένου με μια τρύπα στο στομάχι και τα σάλια σου στο ποτήρι του χθεσινοβραδινού σου ποτού. Κάποιοι μετράνε τις μέρες και άλλοι τρελαίνονται καθαρίζοντας το μέλλον, χωλαίνοντας τα βράδια μες τη κοιλιά γνώριμων κομματιών. Βλέπεις πως η μουσική είναι η μόνη σου σωτηρία καθώς τα δάχτυλα των ποδιών σου έχουν ρημαχτεί από τις ολονύχτιες διαδρομές και συνήθειες. Να κερδίσεις τις μάχες με τις σκιές. Η γυναίκα σου ανεβαίνει στ’ αεροπλάνο και φεύγει. Το στόμα σου δε μπορεί να καπνίσει άλλα τσιγάρα κι αρνείται να φτύσει μια λέξη κάτι σαν «αντίο» η κι ένα « γεια». Καμία γρια δε πεθαίνει κι όλοι οι παππούδες μεθοκοπάνε στα καφενεία και τα καπηλειά. Οι μέρες του χειμώνα φαντάζουν να μην είναι ίδιες πια. Ξοδεύω τις μέρες μου με το να σε αγαπάω περισσότερο. Οι δρόμοι της πόλης γραφούν τις ιστορίες μας. Και τα ποιήματα βρίσκουν καταφύγιο στην άχνα του φεγγαριού. Είσαι όλος ένα ψέμα και η κόλαση δεν είναι πια δικιά σου. Τα παιδιά σου δε σταματούν να σφάζουν τη νιότη μ’ ένα βιολί και μπόλικο οινόπνευμα. Κι αλίμονο… οι γυναίκες είναι θλιβερές κι όταν κοιτάς απ’ το μπαλκόνι σου έρχεται να μεταμορφωθείς σε σκύλο. Βρίσκεις όλους αυτούς με το γέλιο στο κουτάκι και σφίγγεις τα δόντια σου γερά. Στερεύει η μνήμη μου, γλύφω τις πληγές μου, ξανασακατεύω τα πόδια μου και φτάνω κοντά σου. Τρομάζω πάνω από μια κόλλα χαρτί κι αφήνω δυο λόγια να κεντήσουν χιλιάδες συναισθήματα, χωνεύοντας τα καλά. Χορεύοντας πάνω σε μια ζωή, πόνους, αναμνήσεις, χωρίς υποταγή. Όλοι απλά θέλουν να ξεχάσουν. Το χνώτο μου στέκει πεινασμένο για ένα παραμύθι κι ένα φιλί χωρίς να υπάρχει συνέχεια. Καλώς ήρθες χειμώνα. Γραφιά της Νιότης μας.