Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Ένα "άτιτλο" μέσα απ' την Άννα

Και η θωριά μου,
δεν έγινε ποτέ αυτό που θέλησες.
Μονάχα περασμένη,
να γράφει προτάσεις μπας και καταδεχτείς να την καταπιείς.
Να γράφει γι’ αυτά που ερωτεύθηκε σε σένα.
Να ξαγρυπνά κ’ ύστερα να πνίγεται.
Να νιώθει το κορμί της μια υποχρέωση.
Να γίνονται τα μάτια μιας άλλης εποχής.
Ασήκωτης για το τελευταίο σου χτύπημα.
Κι ανίκανης να σταθεί στα ξέφρενα πόδια της.
Να διαλύεσαι πάντα σε μια καρέκλα.
Κ’ η γυναίκα,
Εσύ,
να βουρκώνεις τ’ άπιστα μάτια μου,
πριν ακόμα μεθύσουν.
Έτσι είναι ο έρωτας.
Πόσοι λεχρίτες άντρες δεν απέφυγαν τη φύση τους;

Η επιμονή σε κάνει καλύτερο.
Η ματαιοδοξία να μείνεις μοναδικός σε χλευάζει πίσω από τη πόρτα.


Φωτογραφία:
Το pulp εξώφυλλο του βιβλίου:
"Junkie: Confessions of an unredeemed drug addict"
του William Lee 

Κυριακή 6 Μαΐου 2007

Έτσι εκδικούνται

Έτσι λοιπόν φτάνεις ένα απόγευμα λαγγεμένος από απώλειες και δυο φαντάσματα.
Δε λέει με τίποτα να βρέξει στη ντροπή σου και ανίκανος πια
κοινωνάς πάνω από χαρτιά.
Ο έρωτας έχει ξεβγάλει τη θέρμη του
και η γυναίκα
σου στέλνει το μπλε της αδιάβροχο για να σκοτώνεσαι πάνω του.
Έτσι πάντα εκδικούνται τα θηλυκά.
Σ’ αφήνουν σ’ ένα δωμάτιο να σε αποτελειώσουν οι αναμνήσεις.


Από την ποιητική συλλογή
"Άννα"
Εκδόσεις Εριφύλη 2005

Πέμπτη 12 Απριλίου 2007

Βρώμικη γραφή

Βρώμικη γραφή να με συντροφεύει.
Σπίτι μοναδικό δε θα μ’ αντέχει.
Θα ζω την αυθυπαρξία και τις αγέρωχες λέξεις.
Τα μαλλιά μου θα πέφτουν σε καύτρες και ξεριζώματα.
Θα βλαστημάω δυο βιβλία στης ειμαρμένης το περήφανο.
Η γλώσσα πια θα έχει ξεφτίσει στην αυλαία του πανικού.
Θα είναι η θλίψη πρόστυχη,
κρατήρας σιωπηλός
κι ο ευμενής μπροστάρης μου,
σε χώμα σακατεμένο.
Τίποτα πια δεν έχει όμορφο τέλος.
Από την ποιητική συλλογή
"ΑΝΝΑ"
Εκδόσεις Εριφύλη 2005

Κυριακή 25 Μαρτίου 2007

For Those...

Με το πιστόλι στο κρόταφο!
Για το τελείωμα και τρομερό πέρας της θεσφατιάς.
Για το άγγιγμα στο χέρι,
του διαβόλου το δεινό.
Για το σάλιο μου που δε λέει να ερημώσει.
Για τις άστοχες προτάσεις που κλωθάνε μια ανερμάτιστη σκοταδιά
και για τα χέρια μου που δε λένε να σταματήσουν το μίσος.
Για τα μάτια μας που πάντα θα μας τσούζουν.
Είτε από το δάκρυ,
είτε από την αηδία,
είτε από την γαμημένη παραίτηση των πάντων.
Για τους ποιητές που συνεχίζουν
να είναι η κοροϊδία των θνητών.
Για τους ποιητές,
που πάντα θα υποφέρουν.
Όχι γιατί πρέπει,
αλλά γιατί τους προστάζει η φύση τους να πάνε εκεί.
Για τους ρομαντικούς που θωπεύουν τ’ αθέατα.
Για τους ταξιδιάρηδες του κακόφημου ριζικού.
Για τους επόμενους,
τους άχαρους
κι αγίνωτους,
τους πραγματευτές της μοίρας
και τους καλλιτέχνες του θανάτου.
Για το γνώριμο άρωμα σάρκας που μας προσκυνάει
στη πατωσιά της ακόρεστης πείνας.
Για λίγη δροσιά,
πάνω στο ξέχειλο κορμί μιας ακατανόητης επανάστασης.
Για την προστυχιά και τη συγκατάνευση.
Για εκείνη τη γυναίκα
που κλείδωσε τη μοίρα μας στη ρεμούλα των καιρών.
Για σένα.
Μοναδική μου.

Από την ποιητική συλλογή

"ΑΝΝΑ"

Εκδόσεις ΕΡΙΦΥΛΗ

2005


Κυριακή 18 Μαρτίου 2007

Άκληρος Πόνος

Έγραφα.
Έπινα.
Ξεκληριζόμουν από μια γενιά.
Και το στασίδι μου τα πόδια της.
Και οι αντοχές μου σε άλλη εποχή.
Και ο καρπός από τα στήθη της,
σφραγισμένος στη κοιλιά μου.
Και τα μάτια μου μαύρα.
Κι ένας φίλος να μου κρατά το χέρι.
Έγραφα.
Έπινα.
Ξορκιζόμουν σε γόνιμα πεζοδρόμια.
Ειρκτή που μ’ επωάζει και ύστερα με διώχνει.
Χείλη που τσακώνονται με τη βραχνάδα του πρωινού.
Και μια φυγή.
Και τα φιλιά που δε λένε να μοχθήσουν για τίποτα.
Άκληρος πόνος.
Και πάντα κατάφορος.
Και για να ωριμάσεις,
πρέπει να είσαι ικανός,
για πολλά ξημερώματα,
στο ικρίωμα της ζητιανιάς μας.
Από την ποιητική συλλογή
"ΑΝΝΑ"
ΕΡΙΦΥΛΗ 2005


Τρίτη 13 Μαρτίου 2007

Ο Χειρονίφτης μου

Συγκατανεύοντας στο φως με μια στοίβα εξαγορές. Συνήθως καταρρέει οτιδήποτε κερδίζω στην ατοπία της μοιραίας μέρας. Είμαστε όλοι παιδιά της ντροπής κι ο τόπος μας ένα κουφάρι που συλλέγει το σπαραγμό του πρωινού. Είχες έρθει εκείνη τη μέρα που δυο τραγούδια νόημα σπαρτάρισαν στο σώμα. Κοίταξες το παράθυρο κι άναψες τσιγάρο. Δε μ’ ανεχόταν πια κανένας. Δεν ανεχόμουν κανένα. Σε μια εικόνα γύρευες τ’ όνειρο και σ’ ένα πρωινό τη φαντασία. Ένα τσούρμο ακάθαρτοι στο τόπο που σ’ αναζήτησα. Ο άντρας που έγινα καθώς σε γύρευα στ’ ακατάδεχτα τραπέζια και στα πεινασμένα μάτια. Κι έπινα συνέχεια και σ’ αναζητούσα και δεν έλεγα με τίποτα να φτιάξω τη ζωή μου. Έσκυβα ασθμαίνοντας στα χαρτιά και στη γέννα που μόνιαζε με το ανεκπλήρωτο. Θα μείνω και θα προσμένω με τη μιλιά που θα μου παίρνει το μολύβι. Ο χειρονίφτης μου ο τρομερός. Θα μείνω να κοιτάζω τα πόδια σου όταν θα με σιχαίνεσαι και δε θα ταιριάζει η γραφή σε κανέναν βρομιάρη συγγραφέα. Σε κανένα παρελθοντικό φίλο που αμαρτάνει με τη κατήφεια του. Και θα υπάρχει πάντα ένα κορίτσι κι ένα αγόρι στη γωνιά του απίστευτου δωματίου με τις τρεμάμενες γαλήνες και τους απτόητους μουσικούς γέροντες. Στις βρεγμένες ζακέτες που ξεμυτάνε κάθε Σεπτέμβρη. Και είναι πάντα τόσο πένθιμες οι ρημάδες. Ιστορίες-καθάρματα, σου λέω που σκούζουν μες τα μάτια και σε γνώριμα σόλο στου αφεντικού το σώμα. Θα μείνω και θα προσμένω. Γιατί σου έδωσα την υπόσχεση στην ιστορία και στα αδιάκοπα μάτια σου που με μαρτυρούσαν μέσα στη νύχτα, δίπλα από μια λάμπα ασάλευτη. Ποιήματα ανιστόρητα που ξεχάστηκαν σε μια ουγκιά προστυχιές. Όλα θα βυθιστούν και θα πνιχτούν στον ιδρώτα της επόμενης μέρας. Στα απτόητα σοκάκια και στις αρχέγονες μιλιές.
Και κοίταζες το παράθυρο ανάβοντας ένα τσιγάρο.
Κι εγώ σκοτωνόμουν πάνω από το βιογραφούμενο όνειρο του χαμένου.
Είχα δώσει μια υπόσχεση.
Ξέρω πως θα τη κρατήσω.
Στην εικασία του βραδιού που θα με πάρει.
Δε θα γλιτώσω ποτέ από τη χλεύη του παρελθόντος.

Από την ποιητική συλλογή
"ΑΝΝΑ"
ΕΡΙΦΥΛΗ 2005

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2007

Η ιστορία θα είναι πάντα η ίδια

Η ιστορία θα είναι πάντα η ίδια, τίποτα δε θα την απογοητεύει. Ο ήλιος θα είναι ψηλά, το φεγγάρι θα ξεμυτάει κάθε σούρουπο, ο ουρανός θα μένει πάντα αξεδίψαστος, τ’ αγόρια θα χωρίζουν τα κορίτσια και τα κορίτσια θα χωρίζουν τ’ αγόρια. Οι άντρες θα ερωτεύονται τις πονεμένες γυναίκες και οι γυναίκες θα ερωτεύονται τους όμορφους άντρες. Ένα σπίτι δε θα είναι ποτέ η χώρα μας, μια πόλη ποτέ η μάνα μας. Θα μοιράζουμε τα πάντα και πάντα θα κλέβουμε, θα υποσχόμαστε να γίνουμε καλύτεροι και θ’ αποστρέφουμε το κεφάλι. Θα ξενυχτάμε τα βράδια πίσω από μια πλάτη που θα μας ταΐζει όνειρα τα ξημερώματα. Θ’ ακούμε Tom Waits κάθε στιγμή που θα βρέχει και θα υποσχόμαστε την άλλη μέρα το πρωί πως θα κόψουμε το πιοτό. Θα λέμε πως θα γίνουμε καλύτεροι και πως θ’ αλλάξουμε για χάρη της. Θα φεύγουμε από κάθε δουλειά που μας σιχαίνεται και θα διαλέγουμε ένα ακατανόητο ταξίδι. Δε θα βάζουμε ποτέ τη ζωή μας σε τάξη και θα προδίδουμε το σκυλί που μας ακολουθεί μέχρι την εξώπορτα. Κάθε καλοκαίρι θα πληρώνουμε κάποιον για λίγη ελευθερία και κάθε χειμώνα θα μας παίρνει πίσω οτιδήποτε μας είχε χαρίσει απλόχερα. Θα διώχνουμε τα φαντάσματα μα εκείνα θα μας υπενθυμίζουν το ναυάγιο της ενηλικίωσης και τους καθοριστικούς έρωτες. Θα κλαίμε και θα γελάμε. Θα γελάμε με αυτά που κλαίμε και θα κλαίμε με αυτά που γελάμε. Οι συγγενείς μας θα είναι δυο στοίβες ρούχα και οι δρόμοι θα ξαποστέλνουν τους υπάλληλους της ψευτιάς. Θα χορεύουμε στα μέρη που μας ανέχονται και με ανθρώπους που μας αγαπούν μόνο για να θυμόμαστε τι πάει να πει φιλία. Θα μοιραζόμαστε μια βραδιά σ’ ένα καπηλειό όλα τα μυστικά μας με κάποιον άγνωστο και ύστερα δε θα τον ξαναβλέπουμε ποτέ. Θα ζηλεύουμε και θ’ αγαπούμε τα κατορθώματα του διπλανού μας, μα θα τον αγκαλιάζουμε με περίσσια στοργή και θαυμασμό. Δε θα φοβόμαστε τη μοναξιά και θα τρώμε παγωτό όταν όλα είναι εναντίον μας. Θα σου ανακατεύω το καφέ και θα με βρίζεις γιατί κοίταξα εκείνο το κορίτσι το προηγούμενο βράδυ, θα σ’ αγαπώ περισσότερο, θα μ’ αγαπάς λιγότερο και θα σου αγοράζω κρουασάν για να μ’ αγαπήσεις περισσότερο. Θα μας διώχνουν και θα γυρνάμε, θα γυρνάμε και θα μας ξαναδιώχνουν. Θα στεκόμαστε έξω από ένα παράθυρο και θα βρέχει κι εκείνη θα κάνει έρωτα με κάποιον άλλο και θα περιμένουμε το θεό να μας συμπονέσει και δε θα είναι εκεί, γιατί ποτέ δεν είναι εκεί. Θα λαμπυρίζουν τα μάτια μας και θα γράφουμε κάτι όμορφο χαρίζοντάς το στην ομορφιά. Θα πεθαίνουν άνθρωποι δικοί μας κι εμείς δε θα ήμαστε εκεί. Θα πεθαίνουμε εμείς και θα παρακαλάμε να ήταν κάποιος εκεί. Θα χιονίζει και θα σου κρατώ το χέρι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, θα βρέχει και θα σκέφτεσαι τον πρώην σου. Θα φεύγουμε από τα δύσκολα και θα επιστρέφουμε όταν θα είναι πιο δύσκολα ακόμη. Θ’ αρνιόμαστε να πούμε τέλος, πόσο μάλλον να το πιστέψουμε. Θα ερωτευόμαστε μόνο για μια βραδιά και θ’ αγαπούμε για όλες τις βραδιές. Θα είναι πάντα δύσκολο, θα είναι πάντα εύκολο και θα ήμαστε πάντα εκεί. Θα τρέχουμε να προλάβουμε το κορίτσι στη γωνιά κι εκείνο θα μας κοροϊδεύει. Θα γιορτάζω τη πιο όμορφη μέρα της ζωής μου κι εσύ θα σηκώνεσαι να φεύγεις. Θα σου ζητάω να πιω και θα μου λες να πάω στο διάολο. Θα σου λέω πως ήμουν εκεί τη προηγούμενη μέρα και θα μου πετάς έναν αναπτήρα στο στήθος. Θα γελάω και θα με σιχαίνεσαι, θα γελάς κι όλος ο κόσμος θα είναι δικός μου. Θα σου τραγουδώ παράφωνα και θα μου χορεύεις υπέροχα, θα τελειώνει το τραγούδι και θα βάζουμε κάποιο άλλο, πάντα πιο γοητευτικό. Θα μας αποτελειώνουν οι αναμνήσεις σ’ ένα δωμάτιο και θα γιορτάζουμε τη καινούργια αρχή με νέους φίλους. Θα μαγειρεύουμε μακαρόνια τρεις η ώρα το πρωί και θα βάζουμε να δούμε για χιλιοστή φορά την ταινία με τους ερωτευμένους έφηβους. Θα σου διαβάζω ποιήματα και θα αποκοιμιέσαι, θα με θες δίπλα σου κι εγώ θα σου λέω «Άλλο ένα αγάπη μου» και ύστερα θα έρχομαι. Θα είναι Κυριακή και θα σιχαινόμαστε να πάμε τη Δευτέρα για δουλειά. Θα φοβάσαι μην αργήσω, θα σου λέω, «Τους έχω γραμμένους». Θα με ρωτάς γιατί είμαι θλιμμένος, θα σε ρωτάω γιατί είσαι χαρούμενη. Θα με ρωτάς γιατί είμαι χαρούμενος, θα σε ρωτάω γιατί είσαι θλιμμένη. Θα φεύγουν άνθρωποι, θα έρχονται καινούργιοι. Θα μοιράζεσαι μαζί τους τα ίδια και άλλα τόσα. Θα ξεχνάς να γράψεις κάποια γράμματα κι ας τα χρωστάς εδώ και μήνες. Δε θα τα γράφεις ποτέ τελικά. Θα προχωράει η ιστορία, θ’ αδυνατείς να τη καταλάβεις, θα τη παρατάς και ύστερα θα τη ξαναπιάνεις, θα τη τελειώνεις και θα γεννούνται μυριάδες ερωτήματα, σε μερικά θα απαντάς, σε άλλα όχι. Θα ‘χεις φτάσει τριάντα χρονών και θα σου αρέσουν για πρώτη φορά τα παραμύθια, θ’ αναρωτιέσαι γιατί, θα τα διαβάζεις με μανία, θα λες πως πρέπει να μην υπήρξες ποτέ παιδί. Θα χαζεύουμε τότε μαζί μια θάλασσα και θα πουλάμε ταξίδια ο ένας στον άλλο. Δε θα ήμαστε εκεί όταν πρέπει να αναχωρήσουμε, γιατί πάντα ήμαστε κάπου αλλού ώστε να φυγαδεύσουμε ακόμα πιο σημαντικά πράγματα ή και να πάρουμε αγκαλιά κάποιον ώστε να σταματήσει να κρυώνει από τις απώλειες. Θα συνθηκολογούμε για λίγους μήνες και ύστερα θα τα παρατάμε, γιατί πρέπει να τα παρατάμε αλλιώς θα ξοφλήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε. Θα μας ρωτάνε και δε θα ξέρουμε τι ν’ απαντήσουμε, θα απαντάμε και θα σαστίζουν με τα λόγια μας. Θα φοράμε μαύρα το χειμώνα και κόκκινα με λευκά το καλοκαίρι. Θα δίνουμε ψεύτικα ονόματα στο ξενοδόχο που βήχει τη ζωή του. Θα σφυρίζουμε στον άνεμο με αγριάδα σα να χορεύουν οι φωνές μας. Θα με παίρνεις τηλέφωνο και δε θα είσαι πια τρυφερή. Θα σε παίρνω τηλέφωνο και δε θα το σηκώνεις γιατί δε θα σημαίνω τίποτα πια για σένα. Θα σιχαίνομαι τους φίλους σου, θα σιχαίνεσαι τους δικούς μου. Θα είναι οι μέρες ηλιόλουστες, θα είναι οι μέρες βροχερές και θα περνούν τα χρόνια. Θα μακραίνουν τα μαλλιά μας θα ασχημαίνουν τα κορμιά μας. Θα διαβάσουμε μια νύχτα τα κιτάπια μας και θα αποφασίσουμε να χαθούμε. Θα χαθούμε. Μακριά, για πάντα. Ο ήλιος θα είναι ψηλά και το φεγγάρι θα ξεμυτάει κάθε σούρουπο. Ο ουρανός θα μένει πάντα αξεδίψαστος, τ’ αγόρια θα χωρίζουν τα κορίτσια, τα κορίτσια θα χωρίζουν τ’ αγόρια. Οι άντρες θα ερωτεύονται τις πονεμένες γυναίκες και οι γυναίκες θα ερωτεύονται τους όμορφους άντρες. Θα είμαστε δυο κόκκοι άμμου στην άκρη του κόσμου. Κι όλα θα τελειώνουν κι όλα θα ξαναρχίζουν. Η ιστορία θα είναι πάντα η ίδια, τίποτα δε θα την απογοητεύει.....
Από την ποιητική συλλογή
"ΑΝΝΑ"
Εκδόσεις ΕΡΙΦΥΛΗ
2005