Μες στο πυρομάνι της
σοδειάς
και του νεκρού το άναμμα
στη πρωινή την μπύρα.
Θέλω να σπείρω για τα
μπουκάλια σου που ‘μειναν στην κουζίνα.
Τα λόγια είναι πια
νυχτερινή υπόθεση.
Το στυλ κρατιέται σαν της
νύχτας το περπάτημα,
την πατημασιά της γάτας,
την ακρόαση,
τα δύο χείλη στο
δαχτυλίδι του οινοπνεύματος,
τ’ ακροδάχτυλα στου
σπέρματος τη φλόγα,
το στοίχειωμα που
κούρνιαξε
και δεν του είπε τίποτα
το κορμί σου.
Ένα δάκρυ ήταν η γνώμη
μου και θυμάμαι που άναβα
με του νεκρού πατέρα το
τσιγάρο.
Κι άλλα τραγούδια λοιπόν.
Πολλά τραγούδια.
Οι κλασικοί μ’ ένα
κωλοδάχτυλο στην τρύπα τους.
Οι γυναίκες με λαμπερά
φουστάνια.
Σιχάθηκα να φυσάω το
μπουκάλι για τη λήθη μας.
Πάντα μόνος είσαι.
Ας πιούμε λοιπόν μπύρα.
Η ζωή δεν έχει άλλο
καπάκι.
Θα στρίψουμε το επόμενο
νόμισμα,
θ’ ακούσουμε τα
καινούργια φτερά,
δεν θα φορέσουμε άλλα
καπέλα,
γίνηκαν τα καλούπια των
γελοίων.
Έλα εδώ.
Μύρισε τούτο το αλάτι.
Στείλε κενό το γράμμα.
Ξόρκισε το επόμενο ξόδι.
Άσε τις ευτυχισμένες
γυναίκες να κοπάσουν στη φωνή τους.
Η ποίηση ήταν στ’ αλήθεια
κάνα δυο ονόματα.
Πνιγμένος σ’ ενός κεριού
πρόσχαρου τα συχωρεμένα.
Μια ζωή το πρόβλημα ήταν
να εκτεθείς.
Είτε είσαι ποιητής
ή κηπουρός
ή θεραπευτής
ή χασάπης.
Το ξόρκι θα είναι πάντα
το ίδιο.
Αν θες να ξεφύγεις μάθε
να μένεις σ’ ένα δωμάτιο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι
τρελαίνονται γιατί σκέφτονται άλλο ένα καλύτερο γαμήσι.
Στέκεσαι στη πόρτα και το
ξόρκι είναι εκεί.
Ακούς την ίδια μουσική,
ξεσκαρτάρεις το γνώριμο
χειμώνα,
βάζεις τόνους στις ίδιες
επιστροφές.
Δε μπορώ πια να γυρίσω
σπίτι
γιατί το σπίτι είναι ένα
κομμάτι χαρτί.
Δε μπορώ να κάνω έρωτα,
είδα τα πάντα να
γαμιούνται.
Τι να δεις πια στο σκληρό
χαρτί.
Όλες οι αηδίες που πρέπει
να γράψεις,
όλα τα χέρια που μένουν
ν’ αγγίξεις.
Ξύνω γυαλιά μπας και με
δει το φως.
Στέκομαι σιμά στο φως
μπας και η φωτογραφία δείξει.
Η ευκαιρία ξεπερνάει την
κίνηση
κι εννοώ την ώρα που
αρπάζεις καθώς χαϊδεύεις τα μαλλιά σου.
Νιώθω παγωμένος.
Γερνάω κι άλλο.
Δεν παν’ να γαμηθούν τα
δεδομένα.
Δε θυμάμαι τι ώρα μου
είπε πως είναι.
Ποίηση είναι να μην το
παίζεις ποιητής.
Ποιητής είναι να στέκεσαι
όρθιος
την ώρα που
αντιμετωπίζεις χίλιους δυο μισάνθρωπους.
Ποιητής είσαι σα νιώθεις
τα κρύα χέρια
και δεν αποδιώχνεις τη
μνήμη.
Όταν βλέπεις το χώμα να
σε πλακώνει
και δεν παίρνεις κανέναν
τηλέφωνο.
Σαν περιμένεις και δεν
φοράς τιράντες να σε κρατούν στο χώμα.
Σαν κάτι κρόταφοι
αμακιγιάριστοι
με τα νύχια τους άκοπα
στα πόδια
και τη μουσική των
γραφτών τους
την πιο τρανή θηλιά.
Ποίηση είναι να κουβαλάς
γράμματα μέσα σ’ εποχές χαμένες.
Να στέκουν τα μάτια σου
λαβωμένα λάφυρα,
στ’ αναχώματα της
σαπισμένης σοδειάς.
Ποίηση είναι
πολύ ποτό κι απόψε.
Φώτο: Σύνθημα σε τοίχο κάπου
στο Νέο Κόσμο
παρμένο μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα.