Μ’
έναν φίλο είμαστε μαζί από μικρά παιδιά. Είναι από ‘κείνες τις φιλίες που δεν
μπορείς να κάνεις αλλιώς, που τα πάντα πάνε φυσιολογικά και δεν χρειάζεται να
εξηγείς τίποτα μιας και η σχέση σας είναι το ίδιο το επιχείρημα. Μαζί στο
νηπιαγωγείο όταν σου ‘πεφτε κάτω το κουτί με τα γλυκά κι εκείνος ήταν ο μόνος
που ένιωθε την ντροπή σου. Μαζί στην τάξη των αγγλικών όπου ερωτευθήκαμε την
ίδια καθηγήτρια, μαζί στις αίθουσες των κινηματογράφων όπου το παίζαμε κριτικοί
ταινιών, μαζί στα καφενεία στο Βόλο τα καλοκαίρια με τσίπουρο συζητώντας για τους
δικούς μας ήρωες. Μαζί σε δωμάτια που ξάφριζαν όνειρα, κιτάπια γραπτά και
μουσικά, μαζί και σ’ εκείνο το πρώτο δωμάτιο κοντά στα δέκα τετραγωνικά να
στήνουμε το πρώτο μας fanzine σε μια περασμένη
δεκαετία. Εκείνος εκκολαπτόμενος γραφίστας κι εγώ φωτογράφος που περισσότερο
έγραφε παρά φωτογράφιζε. Εκείνο το fanzine άντεξε μονάχα
δύο τεύχη με το τρίτο του να υπάρχει ακόμα ως προσχέδιο σε εφηβικά συρτάρια ενώ
άλλα βήματα ακολούθησαν που κάποια υλοποιήθηκαν και άλλα όχι. Η ζωή πάντα σε
φέρνει εκεί που θα την πας εσύ κι αν καμιά φορά σε κλέβει πρέπει να φοράς μακρύ
πουκάμισο, να είσαι γρήγορος και να ξέρεις να μπλοφάρεις. Ρωτήστε τον Μιχάλη
τον τζογαδόρο γι’ αυτό, κάτι παραπάνω ξέρει από μένα.
Τα
χρόνια πέρασαν αλλά δεν κατάφεραν να κάνουν καλά τη δουλειά τους πάνω μας. Αν και
φύγαμε κάποτε ο ένας απ’ τον άλλον γιατί όλοι οι φίλοι ξέρουν να κλείνουν καλά
το ρήμα «φεύγω» ήταν γιατί μπλοφάραμε τα χρόνια. Συναντηθήκαμε ξανά, μοιράσαμε
κανονικά μεταξύ μας, συνεχίσαμε πιο φυσιολογικά ακόμα, για να ‘ρθουν οι μέρες
που θα μας ξανάβρισκαν σ’ ένα άλλο δωμάτιο με λίγα περισσότερα τετραγωνικά να «στήνουμε»
το πρόγραμμα μιας παράστασης, μια τρίτη ποιητική συλλογή, και άλλα πολλά, αλλά
πάντοτε στημένοι και οι δύο στη γωνία για μια επόμενη κακοτράχαλη δημιουργία.
Πριν
κάτι μήνες είπα να μπλοφάρω γι’ άλλη μια φορά. Έτσι μέσα σε δυο βαλίτσες
μονάχα μάζεψα μαύρα ρούχα, έναν πίνακα της αδερφής μου, μια θλιμμένη ζωγραφιά
που αγόρασα κάποτε απ’ την Αγγλία από μια πλανόδια μεθυσμένη αρτίστα, ένα κάδρο
που φωλιάζει μέσα του τα σχέδια του Ντοστογιέβσκι για τους «Δαιμονισμένους» και
το «Ταξίδι στην άκρη της Νύχτας» του Σελίν, τσαλακωμένο και πέντε φορές
διαβασμένο. Δεν θες κάτι παραπάνω για να την κάνεις απ’ τον ένα τόπο στον άλλον
κι αν ήταν να έπαιρνα μονάχα ένα πράγμα αυτό θα ήταν σίγουρα ο Σελίν. Εδώ θα
ρωτήσεις τον Rowland S.
Howard που σίγουρα κάτι ήξερε όταν έγραφε το Sleep Alone,
εγώ θα σου πω αυτό που θέλω να σου πω μέσα από μια ιστορία περιοδικού σε
συνέχειες.
Μια
ζωή λάτρευα δυο άψυχα πράγματα. Το χαρτί και τα βινύλια. Ακόμα μαζεύω απ’ τα
δεύτερα κι ακόμα πιστεύω στο πρώτο. Μπορεί οι εποχές να άλλαξαν, μπορεί οι
μόδες να εξουσίασαν, μπορεί χίλια δυο μπορεί αλλά το πρώτο αντιστέκεται ακόμα
ενώ το δεύτερο πέρασε απ’ τα καζάνια και ξεβγάλθηκε με μόνο μερικά εγκαύματα. Τα
βινύλια πια ζουν την εκδίκησή τους ενώ το χαρτί θα πάρει τη δικιά του όταν
κάποιοι βαρεθούν και κατανοήσουν πως το μότο έχει πια αλλάξει και λέει ότι: «τα
μπλογκ δεν είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, όλοι πια έχουν κι από δύο». Η ιστορία επιστρέφει
και η ζωή ξαναγυρνάει στα ίδια. Για κάποιους
όχι, για κάποιους άλλους όμως, ναι. Για μένα πάντα επιστρέφει για να ξαναγυρίσει
τη μπίλια μετά από την τελευταία ριξιά αλλά σε μια καινούργια ρουλέτα, σ’ ένα
άλλο επόμενο δωμάτιο μικρών τετραγωνικών, με καινούργιους παίχτες, καινούργια δεδομένα,
αλλά πάντα τον ίδιο φίλο δίπλα που ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ένοιωσε την δικιά
σου ντροπή.
Πριν
κάτι μήνες είπα να μπλοφάρω, να έρθω σ’ έναν καινούργιο τόπο, να γυρίσω
τη ρουλέτα αντάμα μ’ ένα κορίτσι που με ανέχεται, ποντάροντας οι δυο μας πάνω
στη γύρα και μονάχα στη γύρα, διαβαίνοντας στο δρόμο που λέει ότι πας μόνο πια
για να φτιάξεις κάτι όμορφο. Η μπίλια έκατσε πάνω σ’ ένα περιοδικό τέχνης τυπωμένο
στο χαρτί. Ένα περιοδικό που δεν θα είναι κανενός και που θα πηγαίνει
με τον δικό του τρόπο, παίζοντας τα «λεφτά» του όχι σε μια αίθουσα που
βρωμοκοπάει λυκοφιλίες, ζέχνει επαγγελματίες σχολιαστές και ειδήμονες
ποιημάτων, ζωγραφικής, φωτογραφίας, λογοτεχνίας και λοιπών επιδειξιομανών
ξερωταπάνταόλων τίγκα στα ψευδώνυμα και στις εξυπνάδες. Ένα περιοδικό που θα ‘χει
μέσα του κάποια «αδέσποτα σκυλιά» που γράφουν, φωτογραφίζουν, ζωγραφίζουν, δεν
ξέρω ‘γω τι άλλο κάνουν και που διαφεύγουν από αυτό τον κόσμο με τον δικό τους τρόπο.
Σε συνάρτηση με κάποιες παλιοκαραβάνες που συναθροίζονται σ’ ένα καπνισμένο
δωμάτιο που άλλοι κάθονται στη γωνιά και άλλοι στριφογυρνάνε γύρω από ‘κείνη
την αναθεματισμένη ρουλέτα.
Η ιστορία
του Straw Dogs
πάει
πολύ πίσω, όπως πολύ πίσω πάει και η ιστορία με τον φίλο που ήμασταν μαζί από
μικρά παιδιά και για μια ακόμη φορά ήταν εκεί στο επόμενο κακοτράχαλο
δημιούργημά μας. Είναι ο φίλος που πάντα θα μνημονεύω, ο άνθρωπος που το μόνο
που τον νοιάζει είναι να διαβάσει ένα καλό graphic
novel και να γελά τις ώρες που οι άλλοι
τρελαίνονται. Εκείνος που το μόνο καρφί που του καίγεται είναι μονάχα να κάνει
ευτυχισμένους εκείνους που είναι δίπλα του. Να είναι ο μόνος άνθρωπος που
γνωρίζω και δεν τον μπόλιασε ποτέ η ματαιοδοξία. Γιατί έτσι κι αλλιώς όταν στην
καθοριστική στιγμή κάποιοι φίλοι κλείνουν σε όλους τους χρόνους το ρήμα «φεύγω»,
υπάρχουν κάποιοι άλλοι πιο σημαντικοί
που όταν έγραφαν την «τιμωρία» έκλειναν πάντοτε από μέσα τους το ρήμα «μένω». Αυτός
είναι ένας από αυτούς!
http://www.facebook.com/Straw.Dogs.Magazine