Πρόσωπα απόκληρα, παρίες αναθεματισμένοι, δάχτυλά τρεμάμενα που σαν μετά από δυο τρία ποτηράκια βρίσκουν το σταθερό ρημάδι τους αδειάζουν τσέπες για την συνέχεια. Πιάνουν πανί ξεφτισμένο αναζητώντας το μαγικό χαρτονόμισμα, τον άρτο τον επιούσιο που κρύβεται σε μισό δολάριο, σε μερικά σέντς στον μπαγαποντιάρικο ξεπαραδιασμό του διπλανού σκαμπό, στους επόμενου αλκοολικού συνδαιτυμόνα που θα κεράσει την ομήγυρη, κοκκινίζοντας μύτες είτε με πορτό, είτε με μπύρα, είτε οποιουδήποτε άλλου αλκοολικού δαιμονικού που ξεπατώνει στις μπάρες ένα ακόμα ποτήρι. Πότε σινεματογραφήθηκε το «πίνειν» τόσο καθάρια; Τόσο αφοπλιστικά καίρια χωρίς χολιγουντιανά φτιασιδώματα και ταμπέλες κάλπικης παρακμής; Το ποτήρι του αλκοολικού δεν μένει ποτέ στη μέση ή λίγο πριν τελειώσει, καμιά στάλα δεν αγγίζει τον κόσμο, όλα πάνε στο λαρύγγι και στο καλό κατευόδιο προς το συκώτι. Αρκετά όμως!
Ο μέγας John Cassavetes σε πολλές συνεντεύξεις του ανέφερε μεταξύ άλλων πως μια απ’ τις μεγαλύτερες επιρροές του ήταν ο σκηνοθέτης Lionel Rogosin. Ο τελευταίος με τη σειρά του είχε δώσει όρκο πως όποτε έβρισκε μπροστά του φασίστες και ρατσιστές θα τους πολεμούσε με κάθε δυνατό τρόπο. Πριν ξεκινήσει όμως το δικό του «ταξίδι» ο Rogosin έφτιαξε ένα κινηματογραφικό έπος μεταξύ ντοκιμαντέρ και πραγματικότητας με την δεύτερη να κερδίζει κατά κράτος.
Η ιστορική συνοικία Bowery του Μανχάταν στη δεκαετία του ’50. Μπέκρες, ρεμάλια, άστεγοι, γέροι με το ένα πόδι στον άλλο κόσμο, όλοι είναι εκεί. Δεν περιμένουν τίποτε άλλο εκτός από το επόμενο ποτηράκι. Ο Ray Salyer, εργάτης στο σιδηρόδρομο, με μια βαλίτσα ρούχα στο χέρι ψάχνει για το επόμενο καφενείο που θα καθίσει να πιει τα ποτά του. Σ’ ένα από αυτά θα τον πλησιάσει ο γερό - Gorman Hendricks και θα του προτείνει να ξοδέψει τις τελευταίες του δεκάρες με την παρέα που δεν ξεδιψάει ποτέ. Ο Ray φυσικά και θα πιεί όλα τα λεφτά του με τους υπόλοιπους κι ένα τριήμερο αλκοολικό οδοιπορικό από εκεί και πέρα θα πάρει μπρος με όλα τα συνεπακόλουθα. Τα πεζοδρόμια για κρεβάτια έχουν τον καλύτερο ύπνο, τα ρούχα στη βαλίτσα ένα καλό αντίτιμο για τα επόμενα ποτά, η εκκλησία και ο Τζίζους το καλύτερο άλλοθι μιας ακόμα καλύτερης παραμύθας και ο κώδικας των «έντιμων» μπεκρήδων στην παλάμη γραμμένος και στο συκώτι ριζωμένος.
Το πώς φτιάχτηκε η ταινία που ξεκίνησε ως ντοκιμαντέρ, συνέχισε ως ταινία, κατέληξε σε κάτι μεταξύ των δύο, τραβήχτηκε πολλές φορές είτε με γραμμένους διαλόγους, είτε με αυτοσχεδιασμούς, κατέγραψε με κρυφές κάμερες και ύστερα με φανερές, είναι λεπτομέρειες που κάθε εμπόδιο και κάθε απόφαση συνέβαινε για να φτάσει το καθοριστικό αυτό κινηματογραφικό ξάφρισμα της μιας ώρας και κάτι μπροστά στις οθόνες. Αυτό που έχει σημασία, τουλάχιστον για μένα, πέρα του ότι έχουμε να κάνουμε με μια από τις καλύτερες ταινίες πάνω στο θέμα του αλκοόλ, είναι δυο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που συνοδεύουν τον μύθο της ταινίας. «Καβλωμένο» ως συνήθως το Χόλυγουντ αναζήτησε τον Ray Salyer (που παίζει τον εαυτό του στην ταινία) προτείνοντάς του ρόλους σε διάφορες παραγωγές. Ο Salyer αρνήθηκε τα πάντα και προτίμησε να παραμείνει στο Bowery συνεχίζοντας τις αλκοολικές του περπατησιές σε κάθε ρούγα της συνοικίας αποτελειώνοντας όλες τις μπύρες που στάθηκαν μπροστά του και δεύτερο; Ο γερό - Gorman Hendricks (που και πάλι παίζει τον εαυτό του) πέθανε κάτι βδομάδες αργότερα και αφού η ταινία είχε βγει στους κινηματογράφους. Ο σκηνοθέτης Lionel Rogosin φρόντισε τα πάντα για την κηδεία του και συνάμα δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Salyer όσες φορές χρειάστηκε ο τελευταίος την βοήθειά του.
Δες φάτσες και ατμόσφαιρα στο παρακάτω trailer και ψάξε να βρεις μια ταινία που έδωσε μια γερή κλωτσιά στον κώλο καλογυαλισμένων ταινιών που καταπιάστηκαν με τον «δαίμονα στο μπουκάλι» που έλεγε κάποτε κι ένας παρελθοντικός φίλος.
Ο μέγας John Cassavetes σε πολλές συνεντεύξεις του ανέφερε μεταξύ άλλων πως μια απ’ τις μεγαλύτερες επιρροές του ήταν ο σκηνοθέτης Lionel Rogosin. Ο τελευταίος με τη σειρά του είχε δώσει όρκο πως όποτε έβρισκε μπροστά του φασίστες και ρατσιστές θα τους πολεμούσε με κάθε δυνατό τρόπο. Πριν ξεκινήσει όμως το δικό του «ταξίδι» ο Rogosin έφτιαξε ένα κινηματογραφικό έπος μεταξύ ντοκιμαντέρ και πραγματικότητας με την δεύτερη να κερδίζει κατά κράτος.
Η ιστορική συνοικία Bowery του Μανχάταν στη δεκαετία του ’50. Μπέκρες, ρεμάλια, άστεγοι, γέροι με το ένα πόδι στον άλλο κόσμο, όλοι είναι εκεί. Δεν περιμένουν τίποτε άλλο εκτός από το επόμενο ποτηράκι. Ο Ray Salyer, εργάτης στο σιδηρόδρομο, με μια βαλίτσα ρούχα στο χέρι ψάχνει για το επόμενο καφενείο που θα καθίσει να πιει τα ποτά του. Σ’ ένα από αυτά θα τον πλησιάσει ο γερό - Gorman Hendricks και θα του προτείνει να ξοδέψει τις τελευταίες του δεκάρες με την παρέα που δεν ξεδιψάει ποτέ. Ο Ray φυσικά και θα πιεί όλα τα λεφτά του με τους υπόλοιπους κι ένα τριήμερο αλκοολικό οδοιπορικό από εκεί και πέρα θα πάρει μπρος με όλα τα συνεπακόλουθα. Τα πεζοδρόμια για κρεβάτια έχουν τον καλύτερο ύπνο, τα ρούχα στη βαλίτσα ένα καλό αντίτιμο για τα επόμενα ποτά, η εκκλησία και ο Τζίζους το καλύτερο άλλοθι μιας ακόμα καλύτερης παραμύθας και ο κώδικας των «έντιμων» μπεκρήδων στην παλάμη γραμμένος και στο συκώτι ριζωμένος.
Το πώς φτιάχτηκε η ταινία που ξεκίνησε ως ντοκιμαντέρ, συνέχισε ως ταινία, κατέληξε σε κάτι μεταξύ των δύο, τραβήχτηκε πολλές φορές είτε με γραμμένους διαλόγους, είτε με αυτοσχεδιασμούς, κατέγραψε με κρυφές κάμερες και ύστερα με φανερές, είναι λεπτομέρειες που κάθε εμπόδιο και κάθε απόφαση συνέβαινε για να φτάσει το καθοριστικό αυτό κινηματογραφικό ξάφρισμα της μιας ώρας και κάτι μπροστά στις οθόνες. Αυτό που έχει σημασία, τουλάχιστον για μένα, πέρα του ότι έχουμε να κάνουμε με μια από τις καλύτερες ταινίες πάνω στο θέμα του αλκοόλ, είναι δυο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που συνοδεύουν τον μύθο της ταινίας. «Καβλωμένο» ως συνήθως το Χόλυγουντ αναζήτησε τον Ray Salyer (που παίζει τον εαυτό του στην ταινία) προτείνοντάς του ρόλους σε διάφορες παραγωγές. Ο Salyer αρνήθηκε τα πάντα και προτίμησε να παραμείνει στο Bowery συνεχίζοντας τις αλκοολικές του περπατησιές σε κάθε ρούγα της συνοικίας αποτελειώνοντας όλες τις μπύρες που στάθηκαν μπροστά του και δεύτερο; Ο γερό - Gorman Hendricks (που και πάλι παίζει τον εαυτό του) πέθανε κάτι βδομάδες αργότερα και αφού η ταινία είχε βγει στους κινηματογράφους. Ο σκηνοθέτης Lionel Rogosin φρόντισε τα πάντα για την κηδεία του και συνάμα δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Salyer όσες φορές χρειάστηκε ο τελευταίος την βοήθειά του.
Δες φάτσες και ατμόσφαιρα στο παρακάτω trailer και ψάξε να βρεις μια ταινία που έδωσε μια γερή κλωτσιά στον κώλο καλογυαλισμένων ταινιών που καταπιάστηκαν με τον «δαίμονα στο μπουκάλι» που έλεγε κάποτε κι ένας παρελθοντικός φίλος.