Έστω ένα τόσο δα μικρό φως και κάμποσο κρασί ν’ αναπνεύσει το πρώτο κλάμα.
Έκλεψες τη γύμνια σου, πορεύοντας στη κουζίνα, μ’ ένα κερί και μια σβησμένη φωνή – ψιθύρισμα, στου κάκου την αυγούλα.
Είχε έρθει πια η μέρα για τη πρώτη γέννα.
Την εκ βαθέων ξομολόγηση στου πρωινού τον αγνώριστο, από καιρό υμένα.
Μια κασέτα κομμάτι χαλασμένη, συνεχίζει ακόμα να παίζει.
Θαμμένη στα παιδικά εσώρουχα κάπου εκεί δίπλα απ’ το φυλαχτό και το πρώτο κέντημα της εφηβείας σου.
Στο μετάξι του αίματος.
Ξομολογήσεις του πρωινού σου λέω,
χωρίς καφέ,
μα το κρασί που γεύτηκες στη δίνη των καιρών σου.
Έπρεπε να φύγεις μα δε θυμάσαι το λόγο.
Τα μαλλιά σου ξέρουν ιστορίες μα το σώμα δε θυμάται.
Μιλιά του χειμώνα.
Στυφή,
κ’ η κασέτα ξεκινά με το πρώτο ποίημα που ταιριάζει σε νανούρισμα.
Δυο συρτάρια γραφτά.
Ακόμα δε μπήκαν στη θέση τους.
Μολύβι τραχιά ξυσμένο.
Η πρώτη γουλιά.
Πατάς και το κουμπί.
Ακόμα δε λέει να φέξει.
Έκλεψες τη γύμνια σου, πορεύοντας στη κουζίνα, μ’ ένα κερί και μια σβησμένη φωνή – ψιθύρισμα, στου κάκου την αυγούλα.
Είχε έρθει πια η μέρα για τη πρώτη γέννα.
Την εκ βαθέων ξομολόγηση στου πρωινού τον αγνώριστο, από καιρό υμένα.
Μια κασέτα κομμάτι χαλασμένη, συνεχίζει ακόμα να παίζει.
Θαμμένη στα παιδικά εσώρουχα κάπου εκεί δίπλα απ’ το φυλαχτό και το πρώτο κέντημα της εφηβείας σου.
Στο μετάξι του αίματος.
Ξομολογήσεις του πρωινού σου λέω,
χωρίς καφέ,
μα το κρασί που γεύτηκες στη δίνη των καιρών σου.
Έπρεπε να φύγεις μα δε θυμάσαι το λόγο.
Τα μαλλιά σου ξέρουν ιστορίες μα το σώμα δε θυμάται.
Μιλιά του χειμώνα.
Στυφή,
κ’ η κασέτα ξεκινά με το πρώτο ποίημα που ταιριάζει σε νανούρισμα.
Δυο συρτάρια γραφτά.
Ακόμα δε μπήκαν στη θέση τους.
Μολύβι τραχιά ξυσμένο.
Η πρώτη γουλιά.
Πατάς και το κουμπί.
Ακόμα δε λέει να φέξει.