Πέτα μου ξεθυμασμένο το ουίσκι
σε ξύλου πάτωμα
γαρύφαλλα θαμμένο.
με σάλια ανήμερα στο δέρμα,
φλουρί πολέμου να χορέψω.
Λόγο θανατικού
να πάρει το χαρτί
και στείλε σκύλες βρώμικες
καβαλημένες άγρια
του δρόμου να με γλύψουν.
Ρίξε και ρόδες πάνω μου
νταλίκας πουτανιάρας
ζεματισμένης ταξιδιάρας
να στείλει λόγια το πρωί
στου κοριτσιού τη Κυριακή
μετά ας με ξεχάσει.
Κοκκίνισε τα μάτια μου
κλέψε τις τσέπες πούστικα
και στης στροφής το ζόρι το καλό
τσιγάρο να μ’ ανάψεις.
Παρήγγειλέ μου και κερί
δίπλα σε τοίχο καπνισμένο
ν’ αγιάσει τα σκοτάδια μου
μπουζούκι να τα κλάψει
και το πουρνό
σαν θάμα το βυζί
να ‘ρθει ταρίφας βρώμικος
να με περιμαζέψει.
Ρίχτα σου λέω!
σε ξύλου πάτωμα
γαρύφαλλα θαμμένο.
με σάλια ανήμερα στο δέρμα,
φλουρί πολέμου να χορέψω.
Λόγο θανατικού
να πάρει το χαρτί
και στείλε σκύλες βρώμικες
καβαλημένες άγρια
του δρόμου να με γλύψουν.
Ρίξε και ρόδες πάνω μου
νταλίκας πουτανιάρας
ζεματισμένης ταξιδιάρας
να στείλει λόγια το πρωί
στου κοριτσιού τη Κυριακή
μετά ας με ξεχάσει.
Κοκκίνισε τα μάτια μου
κλέψε τις τσέπες πούστικα
και στης στροφής το ζόρι το καλό
τσιγάρο να μ’ ανάψεις.
Παρήγγειλέ μου και κερί
δίπλα σε τοίχο καπνισμένο
ν’ αγιάσει τα σκοτάδια μου
μπουζούκι να τα κλάψει
και το πουρνό
σαν θάμα το βυζί
να ‘ρθει ταρίφας βρώμικος
να με περιμαζέψει.
Ρίχτα σου λέω!