Ήταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 90 κι ένα καλοκαίρι στο Βόλο που τα καφενεία στη παραλία κέρναγαν ούζα, τσίπουρα και μπύρες. Καθόμασταν με τον Στέλιο δίπλα στη θάλασσα και σ’ ένα απ’ αυτά τα καπηλειά, ταράζοντας τα πνεύματα των Kerouac, Miller και Cobain, μέσα από ακάθιστες συζητήσεις που ευτυχώς ποτέ δεν έβγαζαν πουθενά. Άλλωστε μια ζωή ο δρόμος ήταν το θέμα, οι απώλειες και τα άδεια πακέτα από σκληρές νύχτες. Πληρώνοντας με κάμποσες δραχμές τον κάπελα πριν την αρχή μιας ασύδοτης βραδιάς, ανηφορίζαμε στους καλά τετραγωνισμένους δρόμους της πόλης όταν μια από κείνες τις βραδιές βρεθήκαμε μπροστά από ένα μπαρ με τη μαρκίζα του να γράφει Sanitarium. Ένας πίνακας ανακοινώσεων ακριβώς έξω από κείνη την ποταποθήκη προλόγιζε δύο συγκροτήματα που θα ανέβαιναν στη σκηνή να παρουσιάσουν την δουλειά τους. Το πρώτο στη σειρά ήταν οι Enola Gay, αν θυμάμαι καλά, ενώ το δεύτερο έγραφε το όνομα Bokomolech. «Τι παίζουν αυτοί ρε μαλάκα»; ρώτησε κάποιος έναν άλλον κάποιο με τον άλλο κάποιο να απαντάει: «Κάτι ανάμεσα σε Sonic Youth και Pixies απ’ ότι μου χουνε πει». Κοίταξα κι εγώ το Στέλιο που δεν ήταν κάποιος άλλος και χωρίς να ανταλλάξουμε καν κουβέντα είχαμε ήδη περάσει τις πόρτες του Sanitarium.
Ο κόσμος λίγος αλλά ψιλιασμένος, θα ‘τανε δεν θα ‘τανε κοντά στα 30 άτομα, αλλά ο χρόνος και οι θύμησες μπορεί να με ξεγελάνε. Εκείνο το μαγαζί στο Βόλο μικρό, ο ιδρώτας να κολλάει στο κορμί, το κορμί στη ψυχή και οι Bokomolech πάνω σε μια μικρή σκηνή να ξεμπροστιάζουν ολάκερο το πρωταρχικό τους δισκογράφημα με τίτλο xero, όπως μας ήρθε κάμποσο καιρό αργότερα. Η μπάντα ανέβηκε στη σκηνή και η ιστορία πήγε κάπως έτσι.
Το αμαρτωλό ποτάμι και ο ηλίθιος που φοβάται κάπου εκεί έξω και κάπου εκεί μέσα, απόδειξέ μου ότι έχω λάθος και ύστερα θα τα παρατήσω σα να ναι ένα παιχνίδι, σαν η αξιοπρέπεια είναι δικαιολογία, αυτά είναι τα λόγια μου και η μισή αλήθεια για το ασήμι, ο χορός μου, χόρεψε μαζί μου, οδήγησέ με.
Τα τραγούδια ένα ένα χτυπούσαν τα κεφάλια τους σαν διαόλια στους τοίχους, ιδρώνοντας φορές με ανασασμούς και νηνεμίες. Τα λόγια μιλούσαν για κατήφειες που γελάνε και χορούς που δεν χαμπαριάζουν από κόλπα, νύχτες λίγο πριν απ’ την αγάπη, μέρες μετά από καθοριστικούς αποχαιρετισμούς. Ο Στέλιος δίπλα μου αφηνιασμένος, σύγκορμος να χτυπιέται σαν τον ντράμερ και σαν τον τραγουδιστή πάνω στους ήχους και κάτω απ’ τους στίχους. Εγώ καρφωμένο το βλέμμα στη σκηνή, τα πάντα να συμβαίνουν πριν το κορμί προλάβει ν’ αντιδράσει, πριν η σκέψη πάει στο τραγούδι, πριν η συνείδηση καταλάβει να σαρκώσει, πριν καν η μιαρή προσπάθεια του ποτού να φτάσει στα χείλη ολοκληρωθεί και σαν το my words σε τουμπάρει σ’ εφιάλτη δίχως ξύπνιο. Όχι, όχι δεν είναι η Kim Gordon κείνο το ξανθό κοντοκουρεμένο κορίτσι πάνω στη σκηνή, ούτε έχει παλαβώσει ο εγκέφαλός μου ακόμα… «μαλάκα, τι μπάντα είναι αυτή»;
Ο Δημήτρης, που καιρό αργότερα μάθαμε ότι λεγόταν Δημήτρης, (όπως και τα ονόματα απ’ τα υπόλοιπα μέρη της μπάντας), αγκάλιασε το μικρόφωνο και ξεκίνησε τα πρώτα λόγια από το Lead. Στιγμές αργότερα ξάπλωσε κουλουριασμένος στο πάτωμα σαν τρόφιμος που δεν μονιάζει με τούτο τον κόσμο, βρυχώμενος, παραπονεμένος με σιγομουρμουριστή μελωδία στα χείλη, σαν τρελός με νανανανανανα πνοή, πήρε τα πάντα μέσα από το Sanitarium βάζοντας την τελική κουκίδα σ’ εκείνο το live.
Εγώ κι ο Στέλιος έξω, στο δρόμο, αμίλητοι, η βραδιά είχε καινούργιο θέμα για συζήτηση, ίσως, μάλλον, καλύτερα όχι.
Cut… επιστροφή στην Αθήνα, σ’ ένα σπίτι κάπου στην Καλλιθέα…
… και το xero πάνω στο πλατό του πικάπ. Αμέτρητες βραδιές με το xero μπαστακωμένο πάνω στο πλατό του πικάπ, οι δυο φίλοι μαζί και ο καθένας μόνος του, αλλά το xero πάντοτε εκεί. Επισκέπτες μέσα σε δωμάτια που πάντοτε κατέληγαν με το xero, βραδιές τίγκα στο αλκοόλ, στους χορούς, στον έρωτα, στα κλάματα και σε εδάφια συγγραφέων και ποιητών απαγγελμένα από περαστικούς φίλους, εραστές και φιλενάδων που αποφάσισαν να την κάνουν για την άλλη πλευρά. Στο τέλειωμα όλων αυτών, το xero, εκεί, λιωμένο, βραχνιασμένο, απηυδισμένο απ’ τις μπαγαποντιές μας, σαν τον καλύτερο σύντροφο, τον διαβατάρικο.
Μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια ήρθαν συναυλίες στο Αν και στο Ρόδον που αφήσαμε τα κομμάτια μας, κάπου πρέπει να τα’ αφήσεις κι αυτά για νά ‘βρεις τα επόμενα . Ήρθε το Insect και Jet Lag το 97 να μας πηγαίνει ένα τρελό νερό όπου ποθούσε εκείνο να μας πάει και την ιστορική ατάκα του Θάνου μια κρύα βραδιά στην υπόγα των Εξαρχείων όπου βλέποντας τους Bokomolech μυριοστή βραδιά ζωντανά, ξεστόμισε: «Αυτή τη στιγμή βλέπουμε την καλύτερη μπάντα σ’ όλο τον πλανήτη», πιστεύοντάς το, όπως είχαμε πιστέψει λίγα πράγματα μέχρι τότε στη ζωή μας. Ήρθαν τα χρόνια του εξωτερικού, τα χρόνια του internet, των μουσικογραφιάδων που πήραν τον εαυτό τους πιο σοβαρά απ’ τη μουσική που έγραφαν, καινούργιες εγχώριες μπάντες που καμιά απ’ αυτές δεν έγινε αγαπημένη, ήρθε το Exit Trance λίγα χρόνια μετά τη δεύτερη χιλιετία, κάμποσα live ακόμα, κάμποσα τραγούδια πιο μπροστά, κάμποσα ακόμα κάμποσα για να ακολουθήσει η σιωπή…
Cut… μια πόλη δε θα ναι ποτέ η χώρα μας και τέσσερις τοίχοι ποτέ το σπίτι μας,
2012. Κύπρος. Ξημερώματα.
Σ’ ένα μπαρ που θυμίζει σαλούν και λίγο πριν όλες οι αλκοόλες του ξεμυτίσουν στο χάρτινο πρωινό, βάζω και παίζει το Buildings Creep μέσα από το Mass Vulture. Αισθάνομαι μόνος αλλά αισθάνομαι καλά. Θυμάμαι κείνο το live στο Sanitarium κι όλα εκείνα τα live που τους ακολούθησα όταν έπαιζαν. Θυμάμαι πολλά αλλά ευτυχώς δεν είμαι άνθρωπος που ζει με αναμνήσεις και δόξα τον οποιονδήποτε γι’ αυτό. Βάζω και δεύτερο κομμάτι. Αυτή τη φορά το Six million years και σκέφτομαι πως ο χρόνος τελικά μας φέρθηκε καλά. Κάναμε αυτά που δεν έπρεπε να κάνουμε και μας πήγε. Μας πήγε μέχρι εδώ με όλα τα λάθος δεδομένα και όλους τους σωστούς ανθρώπους αντάμα. Είναι η ώρα για το Out of my system και το δικό μου χορό μέσα στο μπαρ, τα δικά μου διαόλια και τα δικά μας «γαμηθείτε» σε τούτο τον κόσμο. Ο ιδιοκτήτης μου λέει πως πρέπει να φύγουμε. «Άλλο ένα ρε Γιώργο», του λέω, «άλλο ένα κομμάτι κι ένα σφηνάκι, για τον κολλητό μου το Στέλιο, για τους Bokomolech που έβγαλαν το καλύτερο δίσκο της καριέρας τους». «Ποιοι είναι αυτοί ρε μαλάκα, βάλε ένα Pearl Jam να φύγουμε»; «Γάμα με ρε με τους Pearl Jam, οι Bokomolech είναι απλά η μεγαλύτερη μπάντα του πλανήτη».
Το Talk about fires ξεκίνησε να παίζει. Ένα αγόρι κάπου κείνη την ώρα γινόταν άντρας, ο Στέλιος ίσως και να κοιμόταν, το Sanitarium γκρεμισμένο χρόνια και οι Bokomolech ξημερώματα στη Κύπρο σ’ ένα μπαρ που έμοιαζε με σαλούν, να ξεπροβοδίζουν μια καινούργια μέρα που τα πάντα έμοιαζαν πιθανά.
Cut.
The end!
Press mass vulture to play!
Ο κόσμος λίγος αλλά ψιλιασμένος, θα ‘τανε δεν θα ‘τανε κοντά στα 30 άτομα, αλλά ο χρόνος και οι θύμησες μπορεί να με ξεγελάνε. Εκείνο το μαγαζί στο Βόλο μικρό, ο ιδρώτας να κολλάει στο κορμί, το κορμί στη ψυχή και οι Bokomolech πάνω σε μια μικρή σκηνή να ξεμπροστιάζουν ολάκερο το πρωταρχικό τους δισκογράφημα με τίτλο xero, όπως μας ήρθε κάμποσο καιρό αργότερα. Η μπάντα ανέβηκε στη σκηνή και η ιστορία πήγε κάπως έτσι.
Το αμαρτωλό ποτάμι και ο ηλίθιος που φοβάται κάπου εκεί έξω και κάπου εκεί μέσα, απόδειξέ μου ότι έχω λάθος και ύστερα θα τα παρατήσω σα να ναι ένα παιχνίδι, σαν η αξιοπρέπεια είναι δικαιολογία, αυτά είναι τα λόγια μου και η μισή αλήθεια για το ασήμι, ο χορός μου, χόρεψε μαζί μου, οδήγησέ με.
Τα τραγούδια ένα ένα χτυπούσαν τα κεφάλια τους σαν διαόλια στους τοίχους, ιδρώνοντας φορές με ανασασμούς και νηνεμίες. Τα λόγια μιλούσαν για κατήφειες που γελάνε και χορούς που δεν χαμπαριάζουν από κόλπα, νύχτες λίγο πριν απ’ την αγάπη, μέρες μετά από καθοριστικούς αποχαιρετισμούς. Ο Στέλιος δίπλα μου αφηνιασμένος, σύγκορμος να χτυπιέται σαν τον ντράμερ και σαν τον τραγουδιστή πάνω στους ήχους και κάτω απ’ τους στίχους. Εγώ καρφωμένο το βλέμμα στη σκηνή, τα πάντα να συμβαίνουν πριν το κορμί προλάβει ν’ αντιδράσει, πριν η σκέψη πάει στο τραγούδι, πριν η συνείδηση καταλάβει να σαρκώσει, πριν καν η μιαρή προσπάθεια του ποτού να φτάσει στα χείλη ολοκληρωθεί και σαν το my words σε τουμπάρει σ’ εφιάλτη δίχως ξύπνιο. Όχι, όχι δεν είναι η Kim Gordon κείνο το ξανθό κοντοκουρεμένο κορίτσι πάνω στη σκηνή, ούτε έχει παλαβώσει ο εγκέφαλός μου ακόμα… «μαλάκα, τι μπάντα είναι αυτή»;
Ο Δημήτρης, που καιρό αργότερα μάθαμε ότι λεγόταν Δημήτρης, (όπως και τα ονόματα απ’ τα υπόλοιπα μέρη της μπάντας), αγκάλιασε το μικρόφωνο και ξεκίνησε τα πρώτα λόγια από το Lead. Στιγμές αργότερα ξάπλωσε κουλουριασμένος στο πάτωμα σαν τρόφιμος που δεν μονιάζει με τούτο τον κόσμο, βρυχώμενος, παραπονεμένος με σιγομουρμουριστή μελωδία στα χείλη, σαν τρελός με νανανανανανα πνοή, πήρε τα πάντα μέσα από το Sanitarium βάζοντας την τελική κουκίδα σ’ εκείνο το live.
Εγώ κι ο Στέλιος έξω, στο δρόμο, αμίλητοι, η βραδιά είχε καινούργιο θέμα για συζήτηση, ίσως, μάλλον, καλύτερα όχι.
Cut… επιστροφή στην Αθήνα, σ’ ένα σπίτι κάπου στην Καλλιθέα…
… και το xero πάνω στο πλατό του πικάπ. Αμέτρητες βραδιές με το xero μπαστακωμένο πάνω στο πλατό του πικάπ, οι δυο φίλοι μαζί και ο καθένας μόνος του, αλλά το xero πάντοτε εκεί. Επισκέπτες μέσα σε δωμάτια που πάντοτε κατέληγαν με το xero, βραδιές τίγκα στο αλκοόλ, στους χορούς, στον έρωτα, στα κλάματα και σε εδάφια συγγραφέων και ποιητών απαγγελμένα από περαστικούς φίλους, εραστές και φιλενάδων που αποφάσισαν να την κάνουν για την άλλη πλευρά. Στο τέλειωμα όλων αυτών, το xero, εκεί, λιωμένο, βραχνιασμένο, απηυδισμένο απ’ τις μπαγαποντιές μας, σαν τον καλύτερο σύντροφο, τον διαβατάρικο.
Μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια ήρθαν συναυλίες στο Αν και στο Ρόδον που αφήσαμε τα κομμάτια μας, κάπου πρέπει να τα’ αφήσεις κι αυτά για νά ‘βρεις τα επόμενα . Ήρθε το Insect και Jet Lag το 97 να μας πηγαίνει ένα τρελό νερό όπου ποθούσε εκείνο να μας πάει και την ιστορική ατάκα του Θάνου μια κρύα βραδιά στην υπόγα των Εξαρχείων όπου βλέποντας τους Bokomolech μυριοστή βραδιά ζωντανά, ξεστόμισε: «Αυτή τη στιγμή βλέπουμε την καλύτερη μπάντα σ’ όλο τον πλανήτη», πιστεύοντάς το, όπως είχαμε πιστέψει λίγα πράγματα μέχρι τότε στη ζωή μας. Ήρθαν τα χρόνια του εξωτερικού, τα χρόνια του internet, των μουσικογραφιάδων που πήραν τον εαυτό τους πιο σοβαρά απ’ τη μουσική που έγραφαν, καινούργιες εγχώριες μπάντες που καμιά απ’ αυτές δεν έγινε αγαπημένη, ήρθε το Exit Trance λίγα χρόνια μετά τη δεύτερη χιλιετία, κάμποσα live ακόμα, κάμποσα τραγούδια πιο μπροστά, κάμποσα ακόμα κάμποσα για να ακολουθήσει η σιωπή…
Cut… μια πόλη δε θα ναι ποτέ η χώρα μας και τέσσερις τοίχοι ποτέ το σπίτι μας,
2012. Κύπρος. Ξημερώματα.
Σ’ ένα μπαρ που θυμίζει σαλούν και λίγο πριν όλες οι αλκοόλες του ξεμυτίσουν στο χάρτινο πρωινό, βάζω και παίζει το Buildings Creep μέσα από το Mass Vulture. Αισθάνομαι μόνος αλλά αισθάνομαι καλά. Θυμάμαι κείνο το live στο Sanitarium κι όλα εκείνα τα live που τους ακολούθησα όταν έπαιζαν. Θυμάμαι πολλά αλλά ευτυχώς δεν είμαι άνθρωπος που ζει με αναμνήσεις και δόξα τον οποιονδήποτε γι’ αυτό. Βάζω και δεύτερο κομμάτι. Αυτή τη φορά το Six million years και σκέφτομαι πως ο χρόνος τελικά μας φέρθηκε καλά. Κάναμε αυτά που δεν έπρεπε να κάνουμε και μας πήγε. Μας πήγε μέχρι εδώ με όλα τα λάθος δεδομένα και όλους τους σωστούς ανθρώπους αντάμα. Είναι η ώρα για το Out of my system και το δικό μου χορό μέσα στο μπαρ, τα δικά μου διαόλια και τα δικά μας «γαμηθείτε» σε τούτο τον κόσμο. Ο ιδιοκτήτης μου λέει πως πρέπει να φύγουμε. «Άλλο ένα ρε Γιώργο», του λέω, «άλλο ένα κομμάτι κι ένα σφηνάκι, για τον κολλητό μου το Στέλιο, για τους Bokomolech που έβγαλαν το καλύτερο δίσκο της καριέρας τους». «Ποιοι είναι αυτοί ρε μαλάκα, βάλε ένα Pearl Jam να φύγουμε»; «Γάμα με ρε με τους Pearl Jam, οι Bokomolech είναι απλά η μεγαλύτερη μπάντα του πλανήτη».
Το Talk about fires ξεκίνησε να παίζει. Ένα αγόρι κάπου κείνη την ώρα γινόταν άντρας, ο Στέλιος ίσως και να κοιμόταν, το Sanitarium γκρεμισμένο χρόνια και οι Bokomolech ξημερώματα στη Κύπρο σ’ ένα μπαρ που έμοιαζε με σαλούν, να ξεπροβοδίζουν μια καινούργια μέρα που τα πάντα έμοιαζαν πιθανά.
Cut.
The end!
Press mass vulture to play!
Bokomolech are:
Δημήτρης Ιωάννου (φωνή) / Βλάσσης Καραγιάννης (ντραμς) / Χριστίνα Κασσεσιάν (κιθάρα) / Λίλα Κατερινάκη (μπάσο) / Τάσος Πρωτόπαπας (keybords, λούπες) / Κώστας Ραγκούσης (κιθάρα)
Bokomolech facebook