Πέρασαν πια οι μέρες της αυτοχειρίας
αλλά θα ξανάρθουν,
δεν φεύγουν ποτέ.
Υπάρχει τόσο άσπρο δίπλα για να σε τρελάνει,
τόσο χρώμα στη μέρα
να κοιτάξεις πριν κρυφτείς
σαν το γλυκό νερό στο ποτάμι
που κυλάει στο πεθαμένο δισκοπότηρο της ζωής
μεταλαβαίνοντας πεζοδρόμια από αίμα.
Οι πτώσεις τα βράδια στα μπαρ
παρακαλώντας να μην σε μαζέψει κανένας,
τα ηλίθια τραγούδια και ποιήματα
που κλαίνε για τον έρωτα
και δεν σε νοιάζουν πια.
Τα ξεχασμένα μονοπάτια
και τα στρωμένα τα χαντάκια
στη ρίγα του δρόμου με τα χιλιόμετρα.
Υπάρχουν τόσα χαρτιά στους ντενεκέδες,
τόσες ράχες που μυρίστηκαν σκοινιά,
τσιγάρα αναμμένα να πέφτουν
από κάποιον όροφο δολοφονίας
κι άλματα πίσω από κάγκελα
που έφραζαν των σκουπιδιάρικων φαντασμάτων
τις μαβιές αρτηρίες.
Η αλήθεια είναι πως μπορείς να φτιάξεις
κάμποσες ζωές από αυτά
αλλά η πραγματική ζωή είναι μέσα στα φαρμακεία,
σε μια πρίζα που σου κατεβάζει τον αδόξαστο.
Όταν σου μειώνουν το μισθό και διαλέγεις μακαρόνια
που μοιάζουν σαν λάστιχα,
όταν χρησιμοποιείς χαρτοπετσέτες αντί για κωλόχαρτο τα πρωινά
κι όταν πολυτέλεια πια
είναι να στέκεσαι με κλειστά τα φώτα σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι
καθώς έχεις ακόμα μαξιλαροθήκες που δεν της έκανες ξεσκονόπανα.
Οι υπερβολές ήταν πάντοτε το φόρτε μου
όπως και το φευγιό
και οι πολωνοί που έπινα μαζί τους
και τα βιασμένα κορίτσια από τους πατεράδες τους
και οι ξιπασμένοι άγγελοι με τις κόκκινες μύτες τους
και οι φίλοι με τα ναρκωτικά τους
και οι Dead Moon με το Sabotage τους
και οι τζογαδόροι με τα πληρωμένα στοιχήματά τους
και οι ξανθιές δασκάλες με τα φιλιά τους
και όλα εκείνα τα κομμάτια
που ήρθαν κι έσκαψαν από πίσω σου
βάζοντας το καθοριστικό τετέλεσται
σαν μια κουκίδα στ’ άντερά σου.
Μάλλον αρχίσαμε και πάλι.