Είναι φορές που ξέρω πως δεν θα σταματήσει
και κλέβω καταθλιπτικούς από ψυχιάτρους
για να τους κάνω βόλτα στη βροχή και στο μπαρ.
Οι φλέβες τους γράφουν σε τοίχους
συνταγές χαπακωμένου έρωτα.
Στο λούνα Παρκ που βάζει νόμισμα
φτύνω το αίμα στο νιπτήρα,
στο τρενάκι του τρόμου μου
στο μπου της ημέρας,
έχει ένα περίμενε
ένα φύγε
μια καλημέρα
μια καληνύχτα
κι όταν μυρίζω ποταμούς
αέριο
και βήχα
είναι απλά μια άλλη ώρα
που δουλεύει την ψυχή της.
Τι σκατά έγινε;
Ποιος βάφτισε ποιον,
τι πήγε στραβά
κι όλα είναι αλλόκοτα το πρωί;
Σε κυνηγούν κοιλιές που έβγαλαν ζωή
όταν το χώμα βρέχει ζώα,
η νύχτα στάζει στους νεκρούς
και η φωτιά ξυλιάζει στο δέρμα.
Το χθες δεν υπάρχει
αλόγατα μαζεύουν,
ξεγυρίζουν κούρσες του θανατά
καθάρματα με σέλα τον εφιάλτη,
όλα μπερδεμένα.
Το ξύδι είναι εκεί
ο ύπνος πάλι όχι,
σκορπάς
βρίζεις
πλακώνεσαι
μα
τα παιδιά στη πλατεία
έχουν χάσει τα’ αρχίδια τους,
τα παιδιά στο πάρκο
μοσχοβολάνε εγκατάλειψη
τα παιδιά στα μπαρ
θάνατο
κι αυτά της επανάστασης
με μάγουλα κούκλας καουτσούκ
αναψοκοκκινισμένα
κακομαθημένα
μάτια που δεν έχουν τρελαθεί
που δεν κράτησαν περίστροφο
κάτω απ’ την καρωτίδα
ζέχνουν μίσος μαρμελάδας.
Δεν έχεις ιδέα τι θέλω να πω
μα ο τρελός στη πόλη
που δεν είναι τρελός
παρά κάποιος που δεν τον πρόλαβε η ζωή
στέκεται
ουρλιάζει
βρίζει αυτούς που πρέπει να βρίσει
σηκώνει το χέρι ψηλά
και το κατεβάζει σαν χασάπης μαέστρος
κάθε μεσημέρι που φαμίλιες
σακατεύουν τους δρόμους,
παιδιά δαγκώνουν μέταλλο
και γιατρουδάκια της απάτης
βάζουν το διάολο στο πιάτο του.
Βλέπεις δεν έχω κάποιον να μου το πει τώρα
αλλά έχω μια καλή ιδέα.
Θα σου κάνω δώρο έναν σκύλο τυφλό,
πάρε ένα μπαστούνι,
και βάφτισέ τον
«Τσίρκο»
βγες μαζί του μεσημέρι.
Μόνο μια φορά
μόνο μια φορά
κι αργότερα ξαμόλησέ τον.
Είναι που μήνες τώρα
κουβαλάω μπαρωδίες
στο δεξί μου χέρι.