Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Καλό κατευόδιο καριόλη (με θαυμαστικό) μαύρε αυτοκράτορα

…και η μηχανή ματώνει μέχρι θανάτου…

Δεν υπάρχει τίποτα πια. Καμιά ελπίδα, ο σταυρός που γένναγε τελείες δεν έχει πια εικονοστάσι, ο κόσμος τρελάθηκε, παραιτήθηκε, βρίζει συνέχεια και του φταίει αυτό που δεν θα έπρεπε να του φταίει. Δεν υπάρχει ομορφιά κι αν υπάρχει έχει χώσει τη μούρη της κάτω στο χώμα, έχει κλειστεί σε δωμάτιο ανημποριάς και κουζίνας με τραπεζομάχαιρα στη μέση του τραπεζιού, που απλά δεν ξέρει ποιο να διαλέξει. Κίνητρα υπάρχουν, οι προσωπικότητες όμως έχουν σαπίσει, μόνο κόκαλα μετράμε και τρέλα στα πεζοδρόμια, φωνές στα λεωφορεία, μεθυσμένους στα πολυτεχνεία, πρεζάκηδες γύρω απ’ τα ιατρεία και γαμημένες νοικοκυρές που έχουν άποψη για οποιοδήποτε σκατό μυρίζει δίπλα στα σεντόνια της. Δεν υπάρχει τίποτα πια, ούτε καν ο έρωτας που κάποτε σημαία φύσαγε και πέθαινε ανθρώπους. Τίποτα σου λέω, όλα τα’ αμάξια με ξεραμένο αίμα αυτοκτονίας κι όλα τα σχολεία με πεθαμένο σπέρμα εφήβου που πέθανε πριν την ώρα του.

Είναι άγρια η εποχή και δυστυχώς δεν υπάρχουν κοιλάδες με ξημερώματα, καμία ανατολή, ούτε ακόμα κι όταν κρατάς το χέρι μου. Τα τρένα φλογίζουν κάρβουνο από θάνατο, οι πόρτες διαβάζουν το πεπρωμένο κι ένα αχούρι που στριγγλίζει ηρεμία, έχει για καζανάκι εξόδου τη νύχτα με τα πεθαμένα. Ο κόσμος στραγγίζεται, αίμα πέφτει στο μπαλκόνι και κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα, νερά τρέχουν από παντού, σωλήνες πράσινοι βλογάνε τη σήψη, κιθάρες μαύρες από θειάφι ομορφιά βγάζουν ήχο ολόγιομο και ρίχνονται σε μαντήλι. Όλα φεύγουν, όλα έρχονται, τίποτα δεν μένει όμως, τίποτα δεν θα μείνει πια, έχει τρελούς στο δρόμο να τα πουν, έχει σωτηρία από χαρτί και αλληλούια απ’ του παππά το ξόδι, έχει αυτοκινητόδρομους για τα τίποτα που τρέχουνε στη φύση, έχει τρόμο τα πρωινά που μεθυσμένος περνάς δίπλα απ’ τη δημοκρατία του αυνανισμού και την νότα που σου μυρίζει νεκροταφείο καλύτερα από έδρανο.

Η μηχανή ματώνει μέχρι θανάτου…

Αρχίδια, η μηχανή δουλεύει καλά, το πένθος ακόμα καλύτερα και τα στειλιάρια είναι απλά μια λέξη που ελάχιστοι την γνωρίζουν. Ο νεκρός γυρνάει πλευρό, ψυχολογάει κάτι στο δεξί αυτί, μοιρολογάει στο αριστερό, εκνευρίζεται με βιολί και σπέρμα από αυνανισμό περίεργο, γαμάει τη θλίψη στον τοίχο σαν πως οι μέρες του κινάνε άγριο αλόγατο στο απόκοσμο και οι νύχτες του μετράνε δεκάρες για να πληρώσει την ψήφο ενός γέροντα που πέθανε και δεν το ξέρει. Ένα χαρτί σ’ ένα κουτί δεν έχει τίποτα να πει, πρέπει καινούργιος τρόπος να βρεθεί, πρέπει τα πράγματα να ρίξουν πέτρες πάλι, όλα έχουν χαθεί, όλα έχουν τελειώσει, καμία ελπίδα, το χέρι μου είναι κομμένο, δωσ’ μου δυο τρία τύμπανα, ένα όπλο κι έναν κρόταφο να σημαδέψω τη νύχτα. Αυτό είναι το τέλειο μέρος για να διαλύσω τη νύχτα! Κουδούνια παίζουν, λυγμοί στο πάτωμα, εδώ είναι το πρόβλημα, η θηλιά θα σφιχτεί, πρέπει να σφιχτεί, ωσάν απάνθρωπες τελετές μαύρων αυτοκρατόρων που τα τύμπανα και τα βιολιά μυρίζουν χώμα παγωμένο, παρελθόν με ακράτεια και ρείθρα που φυτρώνουν σε ξύλο από γροθιά φτιασμένο, τίποτα και πάλι δεν συμβαίνει. Το βυζί του κόσμου είναι ξέφραγο αμπέλι, τα δέρματα που βγάζουν ήχο υστερικό λυσσάνε για θανάτους, η ιστορία του ανθρώπινου είδους τρελάθηκε πια, ο σταυρός είναι απλά ένα σύμβολο σαν τις κάλτσες που σε κοιτάνε άπλυτες και υπόκωφες λέξεις δεν λογαριάζουν το δρεπάνι και το βάραθρο. Ο κόσμος είναι μια τεράστια πομπή, ένα γέλιο που κόβεται με μαχαίρι στα χείλη, μια επιθανάτια κραυγή δίπλα σε θάμνο που πεθαίνουν τα σκυλιά, οι ζωές φεύγουν σαν φωτογραφικά άλμπουμ και σαν ημερολόγια που τα ‘καψες για να μην τα δουν οι συγχωριανοί σου, σαν πόλεμος που δεν βρήκες ποτέ τους νεκρούς και σαν τη μπότα του μοναχού του εραστή που πάντα ρώταγε τον προορισμό.

Σήκωσε τις γαμημένες κοκκαλιάρικες παλάμες σου, σαν κεραίες στον ουρανό.

Αλλά πριν έρθει αυτό λούσου με μπιτόνι βενζίνης, άναψε σπίρτο τελειωτικό, και φύγε, φύγε πριν ο διάολος σου κόψει τις σάρκες απ’ τη λύσσα. Ρίχτες στον άνεμο, κόψε τις φλέβες σου και πότισε τον κήπο, διέλυσε τα σπαρτά του, ευνούχισε τον ήλιο του γιατί κανένας ήλιος δεν αντέχει τον άνθρωπο πια, σμίξε με το μπλε και σμίξε με το ξεφλούδισμα του τοίχου που λαλάει. Κρυώνω σ’ αυτόν τον κόσμο, παγώνω, τα αστέρια πετάνε κόκκινο μπλαβί στη πλάτη μου, τ΄ αγάλματα στη πόλη μου σκίζουν το λαιμό με μάρμαρο αλητήριου θεού κι ο ορφανός του δρόμου φυτεύει σφαίρα στο δεξί, αυτή είναι η ζωή πια, δεν έχει άλλη, παραλογισμός τα πρωινά και θάνατος τη νύχτα, πεζούλια για ξεφάντωμα, παγωμένο σίδερο στην άσφαλτο, νεκροφύλακες κιθάρες που τις έπαιξαν συφιλιασμένα νύχια και τώρα γίνονται μνημόσυνα στους υπονόμους, το κορίτσι του στριπτιτζάδικου που χάθηκε για μια καλύτερη ζωή, η μάνα που πίνει σαν τρελή για να βρεθεί στο πουθενά, η Πατησίων της Γώγου που τρυπάει ακόμα τα παιδιά της στο λίγο φως που της έμεινε, μια πομπή καταδικασμένη, τα δεκαέξι άλογα που σέρνουν το κτίριο του Συντάγματος σε λάκκο με ποντίκια που θα κατασπαράξουν άντερα από σκατό και αίμα. Ιδρώτας παντού, αμάξια που σκοτώνονται, εραστές που σκοτώνονται, φυλακές που αφιερώνονται σε ανοιγμένα κορμιά, η μνήμη που έχει χαθεί, η πίστη που κλέβει τα μυαλά, η γωνία που στην φυλάει μια σφιγμένη γροθιά, το σφυροδρέπανο που κρέμασε τσιγκέλια και καμπανάκια στα παιδιά, η λέπρα στις ψυχές, η εσωστρέφεια στα χαρτιά, τρεχάλα γι’ αλλού, ύπνος άυπνος, σώμα ασώματο, ψυχή άψυχη, αίμα αναίμακτο, τρέλα ξεκάρφωτη, θάνατος απέθαντος, η μηχανή να κερδίζει, η μηχανή να μην ματώνει, όλα στου κάκου, όλα στο χάραγμα της σφαίρας που ακόμα δεν πέτυχε στομάχι, όλα.

Εκατομμύρια χρόνια πριν ξεκίνησε σαν πλάκα

τώρα όμως ήρθε η ώρα να πληρώσει.

Οι κηδείες έχουν αίμα για να πιουν

και οι νεκροί λουλούδια για να κόψουν.

Μην φυλάγεσαι πια…

το κείμενο είναι εμπνευσμένο από τη μουσική των Godspeed You! Black Emperor, της μεγαλύτερης μπάντας που ξέβγαλε αυτός ο πλανήτης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.Οι Godspeed You! Black Emperor, μετά από εφτά χρόνια σιωπής επανέρχονται. Παρασκευή 17 και Σάββατο 18 Δεκεμβρίου στο Gagarin 205.