Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Είναι που η νύχτα μου σκουπίζει το κώλο


Φαντάζομαι πως γέρος ανοίγει την πόρτα,

μ’ απείθεια παιδιού.

Με το δεξί κρατάει φτυάρι θαύματα

και απ’ το στόμα του

φτύνει πιοτί σε πλαστικό ποτήρι

αιώνιας μετάνοιας

που φτάνει στην άκρη κ’ ύστερα λαυρίζει

δίχως καμιά συναγωγή να τον προστάζει.

Τα σκώτια μου είναι ανάποδα

τ άντερά μου γυρνάνε πλευρό

σαν μονάχα ανασαίνω

πονάω παντού

κι αρχίζω να σκέφτομαι

νοσοκομειακά τερτίπια,

γριές να μιλούν για θεούς

με σταυρουδάκια που μυρίζουν σκόρδο.

Γιατρούς με γυαλιά στη μούρη

που τα βράδια αναλύουν ποιήματα

από βαριά βιβλία.

Ποντάρω στην μάνα μου να κλαίει δίπλα στο κρεβάτι

στον πατέρα μου να βλέπει ποδόσφαιρο

περιμένοντας το τέλος μου για να σταυροκοπηθεί.

Τις γυναίκες

και τους φίλους μου

με καράφλες τους δεύτερους

και πεσμένα βυζιά τις πρώτες,

τους νέους χαραματιάρηδες μ’ ατσάκιστα πουκάμισα

και τις φιλενάδες τους που δεν θέλησα ποτέ.

Γλείφομαι κρασί να πέφτει απ’ τον ορό

τ’ αφεντικό μου να γράφει άρθρο σε τοπική εφημερίδα

για κάποιον που δεν γνώρισε ποτές.

Πιάνω τον κώλο μου χεσμένο όταν πεθάνω

ενώ τις σάρκες μου απ’ το πάτωμα

να τις μαζεύει μια γριά

που δεν θέλει να είναι εκεί.

Βρίζω παπάδες καυλωμένους

που κοιτούν την θεια μου

ξεκουρδίζω

κλάματα που δεν θέλω να φτάνουν

με παντελόνια γκρι από καθαριστήριο

σαν φοριούνται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Λουλούδια πλαστικά

να μην τα κλέψουν,

φτηνό ουίσκι

ακόμη πιο φτηνό κρασί,

κονιάκ για να φτιάχνεις φαγητό

και πρέπει να το πιεις

και καλά

και ντέ

κάπως σαν βελάζεις

παριστάνοντας τον τεθλιμμένο.

Γιορτάζω τα ποτήρια να σπάνε

σε δωμάτια φτιαγμένα εύμορφα

με κούπες τσαγιού που δείχνουν θάνατο

και τραγούδια που λενε ψέματα

και τουαλέτες καθαρές με μορφές στα πλακάκια τους

και κατεβασμένα ρολά

και δρόμους που μαγαρίζουν παπούτσια

και τασάκια πλαστικά

και κατσαρόλες άπλυτες

και κινητά ακριβά

και δεν ξέρω ‘γω τι άλλο

λογαριάζω

επειδή πονάω αφόρητα απόψε

και σκέφτομαι όλα τούτα.

Αλλά μονάχα χαρίζομαι

σαν κάποιος ανοίγει την πόρτα

βαστώντας φως από λάδι φτιαγμένο.

Είναι γέρος

ξυπόλυτος και θλιμμένος.

Μ’ απείθεια θανάτου

ψιθυρίζει μια κουβέντα

που λέει

πως

ο μαυροκόρακας

είναι πάντα εκεί

για να χτυπήσει

το επόμενο καμπανάκι.

Μακάρι να ‘χα ένα πιστόλι

να του δώσω απόψε.