Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

δέκα βίδες και δύο λάμες δρόμος

Εις το όνομα τους Αντρός, του Μουνιού και του Αγίου Απέναντι. Ορκίζεται και φεύγει, πάει λίγο πιο πίσω καθώς πέφτουν πάνω του να τον φάνε ζωντανό, αυτός εκεί, λέει τους μπελάδες του στους γύρω, χύνει τα χάπια κάτω απ’ το σαγόνι κι ένας άλλος κάπου εκεί δίπλα παίζει ζάρια με τον κλέφτη. Λένε πολλά ονόματα γι’ αυτόν και όταν πληρώνει το χρέος του δεν λέει να πέσει κάτω. Ένας τρόμος βάφει κόκκινα τα σφυριά της σπιτονοικοκυράς καθώς σαλπάρει για Σαγκάη με άδειες τις τσέπες και το κύκνειο άσμα παίζεται μ’ ακορντεόν σαν του διαόλου τον τόνο. Μάλλον θα μου πεις αντίο τώρα κι εγώ θα ρημάξω καθώς σου δίνω τούτη τη βίδα. Πάρε αυτή τη βίδα, πρέπει να πάρεις αυτή τη βίδα γιατί αρχίζω και τρελαίνομαι και τούτη η ασθματική από πίσω μου δεν λέει να με γιάνει… μπουμ!!! Πίσω απ’ τα φράγκα πρέπει να σταθείς, πίσω απ’ τα φράγκα, γιατί δεν ξέρω κανέναν σήμερα που να έχει φράγκα και να ψάχνει κάποιον στο πρωινό όργωμα της λάσπης. Μην πάς εκεί κάτω σ’ εκείνον το δρόμο, θα χαθείς και δεν θα γυρίσεις πίσω ποτέ, θα γίνεις λάσπη δίπλα από το πεζοδρόμιο, μια φυσαρμόνικα θα φυσήξει για σένα κι εσύ δεν θα είσαι τίποτε άλλο από λάσπη. Τα κόκαλά σου θα τα φυσά ο άνεμος, ο Κάιν θα σκοτώνει τον Άβελ με μια λάμα, ο ουρανός θ’ ανοίγει στα δύο και τίποτα μέσα σε όλα αυτά τα σκατά δεν θα σημαίνει γιατί θα είσαι λάσπη. Όλοι λάσπη κι όλα λοιμοί, μια ασυνεννοησία εκεί που δεν καταλαβαίνεις τίποτα, καθώς ένας νάνος λέει καληνύχτα κι ένα σίδερο θέλει λίμα για να χωνευτεί, όταν ο άλλος κόσμος παίζει ένα ζωντανό κύκνειο άσμα που όλα είναι φυσιολογικά, γιατί όλα είναι φυσιολογικά όταν έχεις δέκα δάχτυλα και μπόλικη βότκα αγάπη μου, όταν η μουσική είναι σαν ηλεκτροφόρα ζάχαρη και σε αγκαλιάζω με το ένα σου μάτι να κοιτάει τον βορρά αφήνοντας τους αλήτες απ’ την μέσα μεριά… ψσσσστ… άλλαξε πλευρό, το όνειρο δεν έχει ξεκινήσει…
Πάει δυτικά το όνειρο, πάει κι εκείνος. Δυο γυναίκες πίνουν, ένας γράφει ακόμα στο χέρι, κάνει ότι θέλει και θα πληρωθεί γι’ αυτό. Ο δρόμος νοιάζεται για τα αναθεματισμένα άλογα που χύνουν και πληγιάζουν μ’ αίμα το λουρί, ένα φως παγώνει ψεύτικα αστέρια στο καπέλο κι εκείνος είναι πιο μαύρος κι απ’ τη νύχτα. Έρχεται από 500 χιλιόμετρα μακριά μόνο και μόνο για να πει ένα γεια, εσύ μ’ αγαπάς για κάτι που δεν είμαι, εγώ δεν έχω μυαλό, εσύ με λες κάθαρμα κι εγώ σφυρίζω αφιερώνοντας ακόμα ερωτικά τραγούδια ακόμα κι αν μου φορούν βίδες και λάμες. Βαρέθηκα τα ποιήματα και τους κατασκευασμένους δημιουργούς τους. Μια μύγα κάνει γύρους το δωμάτιο όταν ξεχνάς το νούμερο που χόρευες και πάντα σου ‘ρχόταν να ξεράσεις. Όταν προσευχόσουν στην Παναγία, σκεφτόσουν τα χέρια του Χουντίνι κι ένας μπάρμαν καταλάβαινε τους θυμούς σου. Τι έγινε εκείνο το ποδοπατημένο βιβλίο; Ο μουσικός λαλούσε σαν ντελάλης, έριχνε μια ερωτική κλοτσιά στον κώλο της γυναίκας του και μια παιδική ζωγραφιά γινόταν στιβαρό φιλί καλύτερο κι από πιοτί. Όλοι και όλα είναι εδώ όταν σιχαίνομαι το κρεβάτι για σένα, ξαναρημάζω κάθε που φοράς τις κάλτσες σου, βάζεις τα μπικουτί σου, μου λες να το βουλώσω κι εγώ σου λέω σαν ηλίθιος πως θα πετύχω μοναχά με μια ριξιά το πράσινο βιβλίο… Ααααργκ!!!... μια τρομπέτα φυσάει όταν η πουτάνα της γειτονιάς μου λέει πως ξημέρωσε. Ξάπλωσε το κεφάλι σου εκεί που στέκεται η λάσπη, κράτα το κύκνειο άσμα από πάνω μου, ξάπλωσε κάτω στο πράσινο βιβλίο, θυμήσου πως μ’ έριξες, μην μου λες ποιήματα, πάρε τα φράγκα μου, ξέρεις την γαμημένη ιστορία, αμόλα τα σκυλιά σου, κάνε να λασπώσει, κάνε τούτο το βιβλίο να μείνει δίπλα, να καθίσει μόνο, εδώ σιμά, να σφυρίξει στο σκώμμα, να πει άλλη μια ιστορία στο πτώμα, και να γυρίσει πίσω από μια άλλη άτυχη βρισιά.
Έτσι κι αλλιώς μπαγάσα μου όλα τούτα είναι λίγα. Ο κόσμος θα πέσει ουρλιάζοντας, ένα κατούρημα θα καίει τον δρόμο δίπλα στη λάσπη, ένας κόκορας στο πουθενά θα βήχει και θα φυσάει το τίποτα, ένας λύκος θα τρώει έναν λαγό και μία βίδα πεταλούδα θα γίνει η ηχώ στου καινούργιου διαβόλου τον τόνο…