Είχε
ένα σουγιά
σπυράκια
στο πρόσωπο
και
κάτι τσιγάρα
που
δεν τα ‘βρισκες πουθενά στη πόλη.
Είχε
ένα μαλλί που μπορούσε
να
σε πετάξει
απ’
το ένα παράθυρο στο άλλο.
Ήταν
παρθένα
τρελή
μικρή
και
παλαβή.
Μάζευε
πέτρες
για
να πετάξει στον καπνό
που
φούμαραν τζιμάνια.
Είχε ξυρισμένο μουνί,
έβραζε
αυγά μ ένα κερί
κι
έφτιαχνε κάτι ομοιοκατάληκτα
ορνιθοσκαλίσματα
συσσίτια
ποιητών.
Είχε
ένα σπίτι με air condition
και
κάτι λάμπες κοκτέιλ.
Δεν
ήταν κορίτσι της φυγής
ούτε
σταγόνα ποταμιού
που
έφτιαχνε τραγούδι.
Είναι
Χριστούγεννα
και
την σημείωσα
όπως
μαρκάρουν
σφαχτάρια
με ρολόι.
Λαμπάκια
βαράνε στους τοίχους,
ζάχαρη
ξημερώνει σε ρώγες
και
στη Αθήνα πουλάνε ένα βιολί
προς
υπενθύμιση για κάτι.
Ακολούθα
κάτι,
όλοι
κάτι ακολουθάνε
τον
σουγιά μονάχα δεν θυμούνται
και
τα τσιγάρα
κανείς.
Ώρα
να παραδώσουμε
μικρή
παλάβωσε
ο τόπος.