Η
Λουίζα μου ‘λεγε συνέχεια πως
η
τέχνη μας μισεί όλους
κι
εγώ της έλεγα πως για όλα μάλλον φταίνε
τα
alter ego.
Η
Λουίζα δεν έκανε τέχνη
με
τις λέξεις που ορίζεται η τέχνη
αλλά
σίγουρα ο τρόπος
που
έβγαινε από κάθε ταξί της Παλιάς Πόλης
θα
‘πρεπε να υπόκειται στο νόμο
περί
πνευματικών δικαιωμάτων.
Έλεγε
πως τα alter ego
δεν
βρίσκονται στην τέχνη
αλλά
στα κρεβάτια
και
στις κουζίνες
στα
μπαρ και στα μπούκικα,
εκεί
γενικά που η τύχη
ακόνιζε
τσεκούρια.
«Καταλαβαίνω»
έλεγε
αυτούς
που χύνουν και κλείνουν τα μάτια
αλλά
δεν κατάλαβα ποτέ τον Γούντι Άλεν
και
τις νευρωτικές σκατόφατσες
στις
ταινίες του.
«Για
την κρίση έχω λύση» μου ‘λεγε
«Θα
‘πρεπε να φορολογούν τις χέστρες,
μερικά
ξενοδοχεία στη Γαλλία
ξέρεις
το κάνουν».
Κι
όταν της έλεγα πως μάλλον δεν ήταν έτσι
η
Λουίζα συνέχιζε να μου λέει πως
η
τέχνη μας μισεί όλους.
«Δεν
έχεις ιδέα τι συμβαίνει» συνέχιζε
πόσο
ξινόγαλο ήπια μέχρι να γίνω
αυτό
που είμαι
και
σε πόσα alter ego
έκλεισα
τα μάτια
μέχρι
να πουν τη λέξη «χύνω».
«Η
λέξη «χύνω» τελικά
θα
‘πρεπε να φορολογείτε Λουίζα»,
της
έλεγα
και
ξέσπαγε στα γέλια.
Η
Λουίζα έβγαινε
μέσα
από τα ταξί της Παλιάς Πόλης
σαν
αρτίστα αλλοτινών δεκαετιών.
Μια
έξοδος που υποκαιόταν σε όλους τους νόμους
περί
πνευματικών δικαιωμάτων,
είχε
δίκιο πως η τέχνη μας μισούσε όλους
και
είχε δίκιο για πολλά ακόμα πράγματα
που
λέγαμε πιασμένοι αγκαλιά
λίγο
πριν κινήσει για τη νυχτερινή της βάρδια.
Η Λουίζα ήταν μια σκύλα.