Τις τελευταίες δέκα μέρες
τις περνούσαμε παρέα.
Εγώ και κάτι πολωνοί
μεθούσαμε όταν οι πάντες
κοιμούνταν
και η Κυψέλη βρωμούσε
αγιασμό από λάδι και ιδρώτα.
Εγώ τους κοιτούσα απ’ το
παράθυρο
κι αυτοί σπάγανε
μπουκάλια στους τοίχους μου.
Μια γριά
που δεν είχε τρελαθεί
ακόμα για τα καλά,
ούρλιαζε για τη φασαρία,
κατέβαινε κάτω μ’ ένα
νυχτικό πολυκαιρισμένο
και πίστευε βαθιά
βαθύτατα
πως μπορούσε να
σταματήσει
ολάκερη αυτήν την
άλυτη αγριάδα.
Τότε ο ένας πολωνός
χόρευε βαλς υστερικό μαζί
της,
ο δεύτερος
βαρούσε παλαμάκια
για να κατέβει η επόμενη
ενώ ο τρίτος
ρουφούσε τις τελευταίες
σταγόνες
από κουράγιου κλόουν τη βραδιά.
Κι εγώ;
Εγώ έκαιγα κατεχόμενες ντόπες
και
βάζοντας μια καράφα μουσική
τρομοκρατούσα όλα τα
σπίτια
και τη γειτονιά
μα όχι τους πολωνούς
που ούρλιαζαν,
γελώντας σαν γομάρια
σαν λύκοι που δεν τους
σταματάς
με τίποτα
απ’ της πλαγιάς τη πείνα.
Τώρα θα μου πεις
πως ήξερες ότι ήταν
πολωνοί
αυτοί οι τρεις οι άγιοι.
Ε!
κάτι έμαθα κι εγώ τόσα
χρόνια
πίνοντας
και σπάζοντας,
σπουδάζοντας
με το πιοτί
χορευτική γεωγραφία.
φωτο: Men drinking on the street on a lunch break, NYC, 1946