Κληρονόμησα
μια κουρτίνα μαβιά
και μια ομπρέλα σπασμένη,
ένα βαρέλι ακριβό
και δύο δαχτυλήθρες.
Επίσης μου έδωσε η γιαγιά
σκόρδο να με φιλάει
κι ο παππούς ο καψερός
άγριο σουγιά από πόλεμο
για να με τυραννήσει.
Απ’ το πατέρα πήρα μια κοιλιά
γεμάτη όλο ξύδια
κι από την μάνα μου που λες
ένα ζευγάρι ψύχωση
και δύο παντελόνια.
Στο ένα έβαζα το σουγιά
στο άλλο μου το σκόρδο
και του πατέρα τη κοιλιά
την έκανα τραπέζι.
Απ’ το βαρέλι το ακριβό
έβαζα ξύδι για να πιω
στις δύο δαχτυλήθρες
κι απ’ την κουρτίνα τη μαβιά
κρυβόμουν μη με δούνε.
Λοιπόν που λες
τώρα μου ‘μεινε μόνο η ομπρέλα
κι όταν καμιά φορά βρέχει
σπάω το κεφάλι μου
να βρω πως ανοίγει.
φωτογραφία: Luke Stephenson