Κυριακή 5 Ιουνίου 2011
Για κάτι πενηντάρηδες δημόσιους υπάλληλους κουλτούρας
Οι ιδέες έχουν πεθάνει σαν τα ξεβράκωτα λόγια και τον τοίχο που σκάει σοβατεπιά μετά από ένα καλό σφυρί στο δέρμα. Κάτι παιδοβούβαλα που έφαγαν κι έχασαν, ξαναθυμούνται τον Σαββόπουλο. Οι μουσάτοι του πολυτεχνείου, κουτσομπόληδες κομμωτηρίου. Ποιος θα σκίσει ποιον. Αυτή ειναι η υπόθεση. Το κόμμα, το σωματείο, ο ήλιος ο πράσινος, η φλόγα απ' το χωνάκι, το σφυροδρέπανο που πρέπει να γίνει βότκα και ο κώλος του Κολοκοτρώνη για σήμα του σταυρού. Παράνοια, της εθνικής ο κώλος η παράνοια. Κολήστε ένσημα λοιπόν, πατήστε τα πενήντα, τρέξτε στα δικαστήρια και ανοίξτε το φάκελο, γίνεται σπουδαίοι, σαλιάστε μπλογκάκι με ψευδώνυμο, χαμουρευτείτε με κορασίδες του πελάγους, υμνείστε το μπλε, ανοίξτε πόλεμο με σκύλους, καθίστε στην οθόνη - χιλιόμετρα οι ώρες. Μεταφράστε, φιλήστε τα παιδιά σας, πληκτρολογήστε, ακούστε έντεχνους θανάτους που ο Χατζιδάκις θα τους μοίραζε κλοτσιές...κλαυτείτε με την επικαιρότητα, μάθετε τα κόλπα που δεν ξέρατε και περιμένετε υπομονετικά σ' ένα τραπέζι που δεν το πάει μέχρι τέλους. Έχετε λουριά, εννοώ νεαρά λουριά, να κλέβετε, να γαμάτε, να γλύφετε, να γίνεται ένθετα σε αυτούς που είναι ένθετα. Χαιδέψτε τα μούσια σας, μην πίνετα πια, τρομάξτε απ' το ζάχαρο, καπνίστε στα κρυφά σε δωματιάκα μακριά απ' τις δεύτερες γυναίκες σας και κοντά στα φαντάσματα των πρώτων, στις σελίδες του απεταξάμην που η εφηβεία σταμάτησε τα κωλοδάχτυλα. Μιλήστε στα τηλέφωνα, πείτε τα όλα αν έχετε άντερα αλλά τ' άντερα είναι για τους πεθαμένους που στα νεκροτομεία τους γυρνάνε σαν σακιά, τη ζωή που δεν υπάρχει σε όλα αυτά γιατί είναι ένα τσεκούρι πια πάνω απ τα κεφάλια μας.
Ένα φάντασμα που ήρθε στριγγλίζει στ' αυτί σου, παγώνει τη ραχοκοκαλιά σου, άσχημο νύχι ο σουγιάς σου, ξελεπίζει τη πλάτη, φοράει το κρύο και σ' αφήνει εκεί. Υπάρχει κάτι άλλο...κάτι που δεν...απλά δεν...γιατί όταν θα ‘ρθούν και θα ‘μαστε εδώ, χωρίς ιδέες και μ’ ένα σύνθημα να μας λέει: «καλή τύχη», δεν θα ‘χουμε ήλιο, θα γράφει ο μήνας μια μέρα και θα χουμε ξεχάσει κάτι κτίρια από πέτρα, ίσως μια παγκόσμια ώρα γεννησιμιού. Να στρίψουμε ένα τσιγάρο για τον παλαβό της γειτονιάς, να μην πληρώσουμε το νοίκι, να μην κατεβάσουμε το παντελόνι, να μην κάνουμε τίποτα παρά μονάχα να βουτήξουμε ένα μαχαίρι που κάποτε κόψαμε τον εαυτό μας, περιμένοντας ένα λαιμό που ούτε καν το σκέφτηκε να του ρημάξουμε τις φλέβες κι αυτό απλά να μας ξενοιάσει.
Φωτια και λεπίδι είναι όλα
κι αν δεν το πιασες για λίγο
ευχήσου μας μόνο μην τρελαθούμε!