«Κοίτα δω, κυρά μου! Κι εγώ έχω τα δικά σου σκατά. Και ξέρεις, κυρά μου,τι κάνω; Παίρνω αυτό το μαύρο σκουφάκι μαζί μου στο κρεβάτι και του λέω: σ’ αγαπώ, ω, πόσο σ’ αγαπώ, μικρή μου πριγκηπέσα!» Και ύστερα απ'αυτό της είπα κι άλλα. Αχ, όχι ότι ήμoυνα κανένας άγγελος· κι η δική μου ψυχή είχε τα πάνω της και τα κάτω της· μη νιώθεις, λοιπόν, ότι είσαι μόνη, κυρά μου: γιατί έχεις πολλούς για συντροφιά· έχεις τον Αρτούρο Μπαντίνι που έχει τόσα και τόσα να σου διηγηθεί. 'Ακου κι αυτό εδώ: ξέρεις τι έκανα μια βραδιά; Ο Αρτούρο εξομολογείται τα πάντα: ξέρεις, λοιπόν, τι φοβερό έχω κάνει; Κάποια νύχτα πέρασε μπροστά μου μια γυναίκα που ήταν πολύ όμορφη γι'αυτό τον κόσμο, μέσα σ' ένα σύννεφο από αρώματα, δεν μπόρεσα να το αντέξω, δεν έμαθα ποτέ ποια ήταν, μια γυναίκα με μια κόκκινη αλεπού στους ώμους κι ένα καπελάκι, κι ο Μπαντίνι ξεχύθηκε πίσω της, γιατί ήταν πιο όμορφη κι απ' το πιο όμορφο όνειρο, την είδα λοιπόν που μπήκε στο Μπέρνσταϊνς Φις Γκρόττο και την κοίταζα μαγεμένος μέσα από τα τζάμια των ενυδρείων που κολύμπαγαν βατράχια και πέστροφες, την κοίταζα που έτρωγε μόνη της. Κι όταν τελείωσε κι έφυγε, ξέρεις τι έκανα, κυρά μου; Άκου, λοιπόν, και σταμάτα να κλαις γιατί δεν έχεις ακούσει ακόμη τίποτε, είμαι άθλιος, κυρά μου, κι η καρδιά μου είναι πιο μαύρη από κατράμι: εγώ,λοιπόν, ο Αρτούρο Μπαντίνι, μπήκα κατευθείαν μέσα στο Μπέρνσταϊνς και κάθισα στην ίδια ακριβώς καρέκλα που καθόταν εκείνη κι ανατρίχιαζα από ευχαρίστηση καθώς έπιανα με τα δάχτυλά μου την πετσέτα που εκείνη είχε σκουπιστεί και τότε είδα εκείνο το αποτσίγαρο με ίχνη από κραγιόν των χειλιών της επάνω, ξέρεις, λοιπόν, τι έκανα, κυρά μου; Εσύ και τ' αστεία μικροπροβλήματά σου, το έφαγα το αποτσίγαρο, το έκοψα σε μικρά κομματάκια, καπνό, χαρτί, όλα και τα κατάπια και είχε καλή γεύση, έτσι ένιωθα γιατί εκείνη η γυναίκα ήταν πανέμορφη και κει δίπλα στο πιάτο ήταν ακουμπισμένο το κουτάλι και το 'χωσα στην τσέπη μου και σε κάθε ευκαιρία το βγάζω από την τσέπη και το χώνω στο στόμα μου, γιατί, γιατί ήταν πανέμορφη. Έρωτας με το μέτρο, λοιπόν, μια ηρωίδα που δε στοιχίζει τίποτε, τελείως τσάμπα, ολόκληρη για τη μαύρη σαν καλιακούδα καρδιά του Αρτούρο Μπαντίνι. Μην κλαις λοιπόν, κυρά μου, κράτα τα δάκρυά σου για τον Αρτούρο Μπαντίνι, γιατί αυτός έχει τα μεγάλα προβλήματα, τις πραγματικές σκοτούρες κι ακόμη δε σου έχω πει τίποτε, θα μπορούσα να σου μιλήσω για κείνη τη νύχτα στην αμμουδιά με τη μελαχρινή πριγκίπισσα, για το κορμί της που δε μου έλεγε τίποτε, για τα φιλιά της που ήταν πεθαμένα λουλούδια, χωρίς άρωμα, στον κήπο του δικού μου πάθους.
Όμως εκείνη δεν έδινε καμιά προσοχή σ' αυτά που έλεγα, σηκώθηκε παραπαίοντας απ' το κρεβάτι και ρίχτηκε στα πόδια μου εκλιπαρώντας με να της πω ότι δε με αηδιάζει.
«Πες μου!» έλεγε μέσα σ' αναφιλητά και λυγμούς «πες μου μόνο ότι είμαι κι εγώ ωραία όπως οι άλλες γυναίκες».
«Μα και βέβαια είσαι! Είσαι στ' αλήθεια πανέμορφη!»
Μετάφραση Τέος Ρόμβος
Εκδόσεις Απόπειρα