Είναι εδώ και κάμποσο καιρό
που δεν αισθάνομαι τίποτα,
το σώμα μου είναι προέκταση χαρτόκουτου
κι αυτή η φυλλάδα
κρατάει το κρύο μακριά απ’ τα εντόσθια μου.
Τα βράδια για να κοιμηθώ
χρειάζομαι το μπουκάλι με το ούζο,
που όταν είμαι τυχερός έχει ρακί,
κονιάκ κηδείας
και στις καλύτερες τσίπουρο
χαρισμένο από καφενείο.
Ονειρεύομαι ήλιο
μα στο τέλος της μέρας υποφέρω
και φοβάμαι μη χάσω κάνα δάχτυλο.
Οι άνθρωποι είναι τρελοί
αλλά κοιτάζουν εμένα σαν τρελό.
Οι άνθρωποι κάνουν ένα σωρό παρανοϊκά πράγματα
και μυξοκλαίνε για το κάθε τι.
Τα ψιλά στις γιορτές γίνονται χοντρά
οι σταυροί βοηθάνε την πείνα να χορτάσει
η βροχή αμαρτάνει τα κορμιά τους
κι όταν λένε πως βρήκαν ένα δρόμο
απλά δεν έχουν προλάβει τίποτα.
Νοιάζομαι για το κρύο
τις κόρνες και τις εκρήξεις στα σκουπίδια
που η λάβρα ζυγώνει το φαΐ μου,
ένα λουκάνικο από σάντουιτς βγαλμένο,
κρεμμύδι με σκυλόσκατο
τυλιγμένο με απόκομμα στοιχήματος χαμένου
και θέρμη απ’ τον Πινόκιο κρεμασμένο
με τα ξύλινα τρεμάμενα ποδάρια του
προσάναμμα για μένα.
Καμιά φορά νιώθω κάτι
για τη μαύρη πουτάνα της Tρίτης Σεπτεμβρίου
μ’ αμολημένο το βυζί στα δύο
τα λευκά της δόντια, φως σε καύλες
το χορό του γέλιου της
αφού έχει σνιφάρει
και βλέπει κοιλιές, αρχίδια και σηκωμένες υποσχόμενες ψωλές.
Την βλέπω λες κ’ είμαστε στην ίδια κοιλάδα
στην ίδια πόλη
στην ίδια μοίρα
να μας κοιτάζει το μάτι που δεν θέλουμε να μας κοιτάζει
όταν η λύπηση κ’ η ικανοποίηση δεν έχουν καμία διαφορά.
Βλέπεις είμαι ένας hobo που λένε οι αμερικάνοι
ολόκληρης γενιάς κουλτούρα
που έγραψε, ήπιε και πέθανε.
Εδώ δεν είμαι τίποτα
παρά μονάχα ένας αλήτης
το επιχείρημα της πείνας
από σαπιοκοιλιάδες και μαυροφορεμένους με κουκούλες
που καίνε το φαΐ μου.
Δεν με νοιάζει
ποτέ δεν με ένοιαξε.
Δώσ’ μου ένα χαρτόκουτο
λίγο αλκοόλ να ζεσταθώ
μια χαλασμένη τυρόπιτα
μια είσοδο μαγαζιού
μια αλυσίδα ξεκλείδωτη
τρεις γόπες ατελείωτες
και μακριά από μένα το
Για όλους έχει ο θεός