Νέα περί του θανάτου του ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο Ντε Λα Φουέντε
…una accion vil y disgraciado.
η τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
- και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα -
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς
από την ποιητική συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου
«ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ», 1957
Πενήντα τρία χρόνια πριν, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές, που στην αρχή του τον «πυροβόλησε» τούτος ο τόπος, έγραφε αυτό το ποίημα για να ‘ρθει να κάτσει παρακαταθήκη στα σακάτικα χρόνια που λογίζουν το σήμερα. Σ’ ένα σήμερα που οι φυλλάδες, οι γραφιάδες και οι δημόσιοι υπάλληλοι της κουλτούρας, παρουσιάζουν ως ποίηση κάτι κουράδες επιπλέοντες και μουσική κάτι εφήμερα ζωντόβολα με υπολογιστές, που τη μια μέρα είναι αφιέρωμα σε πουστοφυλλάδες πρόστυχες και την άλλη σαλιασμένο κρέας σε μπάρα ψοφιμιού με λόγια ανικανότητας. Επειδή όμως πάντα η εισαγωγή έρχεται να εξυπηρετήσει την κατακλείδα, έχε λιγάκι υπομονή…τα καλύτερα έπονται.
Εν έτη 2010 υπάρχει ποίηση στην Ελλάδα, μα όχι αυτή η μασημένη. Υπάρχουν πάνω απ’ όλα νέα παιδιά που γράφουν ασταμάτητα, που ανοίγουν δειλά ένα ιστολόγιο, ποστάρουν τα κιτάπια τους, έχουν στο μυαλό τους κάπως τους ποιητές και τη δουλειά τους, φοβούνται και χάνονται στον τρόμο. Τα καλύτερα ποιήματα τα τελευταία χρόνια τα ‘χω διαβάσει σε blogs και τα χειρότερα σ’ εφημερίδες που πεθαίνουν και δεν το ξέρουν. Διότι όλοι βαστιόνται απ’ το δάχτυλο της Δημουλά και δεν πάει η μασέλα παραπέρα. Διότι αγαπητέ μου free press τύπε, οι μέρες της αφθονία σου είναι μετρημένες και την ημέρα που η κωλότσεπή σου δεν θά ‘χει δέκα ευρώ για να χαζογελάσει με ηλίθια αστεία, θα γλείψεις και πάλι τον κώλο της τηλεόρασης για να σωθεί ο δικός σου. Όλα κάνουν τον κύκλο τους, όλα, τίποτα δεν ξεφεύγει. Ο μέγας Εγγονόπουλος ένα ποίημα πριν κλείσουν οι σελίδες του «ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ», γράφει στην «Κλέλια ή μάλλον το ειδύλλιον της Λιμνοθάλασσας ΙΙ»:
μην κλαις – μην κλαις καλή –
τις μέρες που περάσαν :
είτανε – να το ξέρης – δώρο των θεών
Κάπου εκεί αρχίζει η Ύδρα των Πουλιών όπως την δραματοποίησε ο Πουλικάκος και της έβαλε μουσικό πανωφόρι ο Socos. Κάπου εκεί αρχίζει το καλύτερο ελληνικό album της χρονιάς κι εννιά ποιήματα μετά θα έρθει να τελειώσει.
Τα όργανα τρίζουν και στριγκλίζουν, βουτάνε σε καμβάδες μουσικούς και μπογιατίζουν αλλοπρόσαλλα λόγια μιας γλώσσας που ο Εγγονόπουλος της έφαγε ακόμα και το μεδούλι. Χρησιμοποίησε όλη την ιστορία της, έβαλε υπαρκτά και ανύπαρκτα πρόσωπα μέσα της, καταβαράθρωσε το χαρτί, εικονοποίησε τα λόγια του με πίνακες, τα ‘σκισε όλα για την δικιά του ευχαρίστηση κι άφησε την τελευταία μεγάλη ροκ περσόνα να τ’ απανθίσει και να ρημάξει.
Ο αγαπημένος ποιητής του Δημήτρη Πουλικάκου, του θείου Νώντα, του Μήτσε όπως τον αποκαλούν πια οι φίλοι, διάλεξε ίσως τα πιο ερωτικά ποιήματα που έγραψε ο Εγγονόπουλος. Η Ύδρα των Πουλιών είναι κάτι σαν τ’ αγαπημένα εν μέρη του ερμηνευτή. Ξεσκαρταρισμένα από πέντε ποιητικές συλλογές και με την βάφτιση του τίτλου, ευλογημένη απ’ την «Επιστροφή των Πουλιών» του 1946, ζεύει έναν δίσκο που κινάει και στέκει στο ύψος του κλασικού. Ο Socos, μουσικός μ’ αντίληψη και αγνώμων στην δουλειά του ποιητή, (όπως ο ίδιος έχει δηλώσει), πήρε τις απαγγελίες του Μήτσε και μουσικόραψε θαύματα. Θέλει άντερα να φορέσεις μουσική στον Εγγονόπουλο, δεν είχε ξαναγίνει ως ολοκληρωμένο έργο, κι αυτό είναι που κάνει τούτον τον δίσκο διαολεμένα άγριο. Το σέβας, το θράσος, η αγνωσιά, το γήρας ενός σφυρίγματος, τα έγχορδα που τρομοκρατούν το ξυράφι, η λεπίδα πάνω στο αμόνι, η κιθάρα που θωπεύει τη φτερούγα, ο έρωτας που λυσσάει απ’ τα γυαλιά του κυρίου Νίκου, το μουσικό κι εύμορφο, τηκόμενο, σουρεαλιστικό σκοτάδι. Ο Μήτσε από την άλλη ξέρει να διαβάζει, όχι απλά ξέρει, αλλά γίνεται το ποίημα, ο ποιητής, η γραμμή που αλλάζει στροφή, η ανάσα που γεννάει τον άρτο, η βραχνάδα που ξέρει τις σιωπές, το σάλιο που πεθαίνει στην λέξη, μια ικμάδα αναγνωστικής περιφοράς που σκίζει τα λόγια σάματις να τα φαντάστηκε κάπως έτσι ο ποιητής. Στο ποίημα που κρεμάει και την μαρκίζα του άλμπουμ, (Η Ύδρα των πουλιών), η ερμηνεία και η μουσική συνθέτουν ένα ερωτικό ξομολογητάρι που κυλάει σιγά σιγά προς την απόλυτη παράδοση. Σ’ έναν μουσικό άνεμο που αναρωτιέται τι σκατά γίνεται όταν τα πάντα φεύγουν και πάνε κατ’ ευχήν καθώς η φωνή σβήνει εκεί που δεν φτάνει. Ο τρόμος μουσικά ξυπνάει σαν απειλητικό τέρας στην «Κλέλια ή μάλλον το ειδύλλιον της Λιμνοθάλασσας Ι», με τον Πουλικάκο να ψιθυρίζει σε αυτί γυναικείο, στην απόλυτη γυναίκα, ο Socos μουσικοποιεί τις ανατριχίλες που προκαλεί το ρίγος και σαν εραστής δυνάστης ο ερμηνευτής αφήνει τον μουσικό να πράξει την τέχνη του. «Με εμπνέουν οι ρώγες των μαστών σου», γράφει ο Εγγονόπουλος κι ένα διαολεμένο τσέλο έρχεται να κατασπαράξει τα πάντα. Και μετά… μετά η ανάμνηση της «Πολυξένης», το μύνημα του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτη, του Isidore Ducasse και του Παναγή του Κουταλιανού, μέσα από την πρώτη ποιητική συλλογή του Εγγονόπουλου με τίτλο: «Μην ομιλείτε εις τον οδηγό». «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής», που χτυπάνε και μετά αγοράζουν την νύχτα για μια στιγμή και οι πανκ ροκ διαθέσεις των δημιουργών έρχονται να τα πάρουν ποτάμι όλα. Ο Πουλίκας γρυλίζει, ο Socos ραπίζει. Οι κιθάρες πάνε κι έρχονται σε τραγούδι για headbanging, σε κομμάτι που έχει στίχο, γιατί τον στίχο τον έχει γράψει ποιητής κι όχι παιδαρέλι που στήνει λέξεις. Άληστη ραφή μουσικής και στίχου, κάτι που έρχεται να γινατώσει και τα «Όρη της Μυοουπόλεως», καθώς οι τρελές παρθένες ενώνονται μέσα σε δάση και σε δέντρα και όλα κοχλάζουν σ’ ένα όργιο που κρύβει εφιάλτη για να ξυπνήσει με προσευχή σε στασίδι πρόσχαρο. Κάπως έτσι τελειώνει και κάπως αλλοπρόσαλλα σαν δαιμονισμένο ξαπλώνει στο κρεβάτι «Το Καράβι του Δάσους». Κι όταν λέω δαιμονισμένο γράφω πως κάποιος έχει μπει μέσα σε κάποιον άλλον και λέει αλαφιασμένα πράγματα, που εξηγούνται απλά καθαγιασμένα κι ευλαβικά. Διότι η σύζυγος του ιταλού πυροτεχνουργού, μαζεύει, προσέχει και δεν αφήνει την παράγκα να τιναχτεί στον ουρανό. Ο Αλεξόπουλος καλεσμένος στην παρέα, τοποθετεί τα έγχορδά του, ρίχνει χαλί πανώριο στην ερωτική ιστορία «Περί ύψους», και κλείνει τα πράγματα με τον πιο ήσυχο τρόπο.
Κάπου σε μια γωνιά ο κύριος Εγγονόπουλος γελάει όταν ακούει τον δίσκο που θα έπρεπε να κυκλοφορήσει σε πεντακόσια γαμημένα αριθμημένα αντίτυπα για να το αγοράσουν πεντακόσιοι γαμημένοι αριθμημένοι εραστές. Αυτό μάλλον δεν θα γίνει. Η ελληνική μουσική σήμερα είναι σαν το σκυλί που γαβγίζει μα δεν δαγκώνει, η ποίηση ξεχασμένη και μόδα που σέρνεται σε κώλους που κοιτάν τα πράγματα από μακριά. Η ποίηση μαζί με τη μουσική είναι το σπέρμα που χύνεται στην μήτρα όπως συνέβαινε κάποτες κι όλα αυτά χάθηκαν. Η ποίηση είναι η ανώτερη τέχνη και η μουσική αυτή που την παίρνει απ’ το χέρι για να την γνωρίσει στον κόσμο. Απλά η μόνη διαφορά είναι πως πάντα ο ποιητής θα ντρέπεται κι ο μουσικός θα σπέρνει!
«Άν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν. Έτσι και τότε, παρ’ όλη την απογοήτευσή μου, εξακολουθούσα αννελιπώς να ζωγραφίζω, «να γράφω»* ποιήματα».
Νίκος Εγγονόπουλος
*Τα ποιήματα τα ζει κανείς, δεν τα «γράφει».