Ασήμωσε τον έρωτα
με φροντίδα καμένης σάρκας.
Στο δόξα πατρί ενός οπάλινου δρόμου
κλάψε τον
ρίχτου ζάρια
σκάψε το σώμα του
κι άναψέ του το κερί
ωσάν τον νεωκόρο που φυλάει το κρασί
για ανύποπτο θάνατο
μονιάζοντας με μια καράφα αίμα.
Ρήμαξέ τον
παρήγγειλέ του χώμα
τάισε τη γλώσσα
για το παιδί με τα ξυπόλυτα ποδάρια
που κοπανάει ότι βρει μπροστά του.
Φάντασμα κάμωσέ τον
σε κούπα μαύρη δώκε του να πιεί
γέλασέ τον
κι εσάλπισέ τον.
Σε μαθητάκο λείψανέ τον
μαγάρισέ τον
ρίχτου κόκαλο
μέχρι η μοναξιά σφυρίξει
ρεμπέτικο ρυθμό
κι αργότερα σανίδωσέ τον
μπουρδέλεψέ τον
κι αν περιμένει να του πλύνεις τα μαλλιά
μακάρισέ τον
με λάβδανου το γιόμα.
Παράτησέ τον
κι αρχίνησέ τον
μα πρώτα ημερολόγησέ τον
μολόγησε το ριζικό του
δίχως καμιά συνήθεια να πιστεύει.
Σε μαύρο γάτο
ξεδίψασέ τον
και σε χαρτί ανάποδο
ποντάρισέ τον,
βρακί χυμένο ποίησέ τον
τραγούδι από διαβόλου κάλτσα
πεθάνωσέ τον
τσιγγάνεψε το βιός του
αναθεμάτισέ τον,
λωρίδα μαύρη
κέρασέ τον
σε ρούγας ξόδι
φίλεψέ τον
και σε γαλάζια τούφα από μαλλιά
αποχαιρέτισέ τον.
Πάμε το ποίημα πάλι απ’ την αρχή.
φωτογραφία: giorgosxrist