Η καρέκλα τρίζει αργά
μα κανείς δεν νοιάζεται.
Σφαγμένου ζώου το ποδάρι
το πιάνει κόκαλο ο θάνατος.
Η λίμνη σέρνεται απ’ τη φύση της
κι ένα ροδάκινο τρίβει τον έρωτα απ’ τ’ αχαμνά μου.
Το κόβεις απ’ τη ραχοκοκαλιά,
ληγμένη ζήση μες στα σπόρια.
Δεν λέω...
«Αγάπη μου τι θά βρεις».
Είδα κάτι
παιδιά που δεν σιχτιρίζουν στους δρόμους,
δε λεν’ τη μάνα τους πουτάνα
στο κανάκεμα ενός νέου παραμυθιού,
μιας γοβακιάς ξεφτίλα.
Άκουσε.
Σταμάτησα να ζω
και βλέπω αγύρτες πριν το κλάμα,
ύπνους
- που ο ίδρωτας -
σαν να ‘λεγε η γιαγιά μου,
άναβε τσιγάρα.
Ο ένας φοράει μάσκα πεθαμένου και
ο δεύτερος
‘κείνο το μπαγάσικο,
φωνή από θειάφι.
Το τρίτο,
το ξεπεταρούδι φάνταγμα,
κοπανάει το στυλό δίπλα απ΄ το περβάζι.
Το τέταρτο ξεφλουδίζει
μήλα και χέζεται πάνω του.
Το επόμενο,
λούζει με το ποτό μου τον μουσικό
τς τς τς τς τς τς...
όχι τον μουσικό μικρό καθαρματάκι μου.
Ωδή για ένα μπάσταρδο που δεν με γέννησε ακόμη.
Στίχοι για μια παιδούλα
που δεν ξέρασε την πουτανιά της
πάνω στον καλό μου αναπτήρα.
Ήξερα από νωρίς μαλάκα συγγραφέα
πως δεν θα μοιάσω σε σένα.
Ήξερα πολλά χρόνια πριν το
«πολλά χρόνια πριν».
Τόσο νέος και τραγικός
με τη θηλιά στο λάρυγγα
και τη μαγεία
στην κωλοτρυπίδα,
της γλώσσας ενός κατεργάρη
Νονού
ληγμένου απ’ τα κλαρίνα,
ξεμωραμένου
απ’ αλκοόλ
παραμυθιού
σάμπως τα μάτια ξεροχύνουν
σε μια ζαλάδα
άστριφτου κακού τσιγάρου.
Μην κοιμηθείς απόψε παιδί μου.
Το ξεφτέρι ποίημα
θα έρθει πριν θυμηθείς το μάθημά σου
και πριν χάσεις την ρημάδα τη ψυχή σου.
Ο τελευταίος στίχος είναι πάντα χωρίς κόλπα.