Υπάρχουν εκείνοι που γράφουν για τους beat
και ύστερα ψοφάνε για ένα παιχνίδι αθανασίας.
Υπάρχουν κ’ οι άλλοι που στην καθαρεύουσα
φρονούν πως ξεπαστρεύουν ανισόρροπα λογάκια.
Κ’ υπάρχουν κι άλλοι τόσοι
που χαριεντίζονται σε υπολογιστές
κρατώντας φανερά ημερολόγια
μπας και κρυφακούσει
κάνας ανήμερος εκδότης με φουλάρια
την ξεκωλιά των θαυμαστικών τους.
Υπάρχουν κάμποσοι
και άλλοι τόσοι
που δουλειά δεν κάνουν
παρά μονάχα με το δεξί
στης ρουφιανιάς τη γνώση
στο ξεκατίνιασμα για τρεις στροφές
και μιας γαμημένης ομοιοκαταληξίας
επιμονής στον αφοπλιστικό το στίχο
μονάχα για μια τριχιά στον άλλον.
Υπάρχουν κι εκείνοι
που με αποσπούδαστη κοψιά
ξεραίνουν κόμματα,
χορεύουν το κώλο τους
απ’ το ένα εγώ στο άλλο,
αδειάζουν βιβλιοθήκες σάματις
να πρέπουν για το επίμονο καλό
και το προστατευτικό μιας τέχνης
που οι ίδιοι έστησαν
σε δύο μέτρα
και σε δύο σκατά.
Τούτο το ποίημα είναι χάλια
και το ξέρω
μα το γράφω
είκοσι λεπτά πριν τις τέσσερις.
Σαν προμετωπίδα σε γαμοβιβλίο δε ακούγεται;
Η καρέκλα είναι σκληρή
και το μπουκάλι τελειώνει
μιλώντας τόση ώρα για ένα πράγμα πεθαμένο
που το σκαρτεύουν όσοι δεν στοιχημάτισαν ποτέ.
Η ποίηση είναι ένα πολύ παρεξηγημένο πράγμα,
οι γραφιάδες της δεν έχουν καμία διαφορά
από εκείνα τα κακόμοιρα ζώα
που βλέπεις σ’ ένα κανάλι πριν βάλει την τσόντα του
δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα
γιορτάζοντας το τομάρι τους που γερνάει
και δεν θρονιάζεται σε καμία ήσυχη καυλοκατάνυξη.
Η ποίηση θέλει μουσικές
και ανθρώπους ξεγραμμένους
αλεπουδιάρηδων κλεφτών,
μιας μπάντας απ’ τη δύση
που ξέσκισε τα σμιθ εντ γουέσον
του Μορικόνε
γύρω από έναν προτελευταίο ύπνο του θανάτου
την ώρα που ματώνουν και πάλι τα γινάτια
και ίσως τότε κάτι και πάλι
ίσως και κάτι τότε
πάλι να γίνει.
Η ποίηση ψοφάει για πεθαμένους.