Ένα μαχαίρι στην κοιλιά του δολοφόνου.
Ο γέρος είπε: “θα σε σκοτώσω καταραμένε!”, και σκέπασαν το κορμί του μ’ ένα αρρωστιάρικο σάβανο. Υπόκωφες προσωδίες μάτωναν τους μηρούς των γυναικών και έσβηναν προς το μαύρο.
Κάποιος πυροβόλησε τα κοράκια στο απογευματινό άγημα, στην εκκλησία της κωμόπολης.
Επιτάφιες επαναστάσεις που ξύπνησαν με νεκρολούλουδα στα μάτια… η γυναίκα κλαίει… λέει πως πέθανε ο Χριστός σήμερα.
Μπορούμε να σβήσουμε το παρελθόν και να σταυρώσουμε όλους τους Βαραββάδες σε ατσαλένια παλούκια;
Υπάρχει μια σύγχυση λοιπόν σας λέω στην ιστορία και οι αυτόχειρες πρέπει να σμίξουν σε μια πόλη όπου το έλεος έχει σβήσει απ’ τις καρδιές. Να μπήξουν όλη συναγμένοι μια φωνή και να πατάξουν τις λευκές πετσέτες που είναι τυλιγμένες στους λαιμούς τους.
Πείνασα εδώ πέρα που μ’ έχουν και φτιάχνω το κρεβάτι μου όλη μέρα. Ίσως να’ ναι και η φαντασία μου, μα οι πεταλούδες κλαιγοτραγουδούν στον κήπο της Γεσθημανής. «ΘΑ ΣΟΥ ΚΟΨΩ Τ’ ΑΥΤΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΕ και ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ σου θα κρεμαστεί σε μια συκιά μετά από δυο μέρες».
Υποταγή στη νηστεία της Μεγάλης Παρασκευής και του Σαββάτου.
Γι’ αυτό σας λέω λοιπόν, υπάρχει μια σύγχυση στην ιστορία και σήμερα ο ουρανός το βράδυ θα φορέσει ένα δερμάτινο μανδύα.
Πλημμυρά λαδιού βγαίνει απ’ τις ρωγμές των σωμάτων τους.
Πόροι αγιασμένης γαληνής.
Στεφάνι αγκαθιού.
Ρακένδυτος μανδύας.
Ειρωνικές, πριγκηπικές τιμές.
Βασιλικές στιγμές μαστιγώματος.
Τα άλογα έσυραν κάποιο ταλαιπωρημένο κορμί δυο χιλιόμετρα και το παράτησαν κατακρεουργημένο στη μέση του σταδίου. Λέω να κοιμηθώ νωρίς απόψε. Θα ξυπνήσω την Ανάσταση και θα πεθάνω την Κυριακή όπου όλοι θα γιορτάζουν.
Ματωμένοι αμνοί στο λάκκο.
Το κοριτσάκι κλαίει και ματώνει ανάμεσα στα πόδια της.
Η περίοδος της.
Η Ανάσταση του.
Ο θάνατος μου.
Μπορείς να διαγράψεις τα υπόλοιπα.