Φανταζόμουν
πως αυτό τον τίτλο ο Γιάννης Ζελιαναίος τον σκέφτηκε σε κάποιο μπαρ
κυριακάτικης αργίας, πίνοντας μ’ έναν φίλο, ή καλύτερα, μ’ έναν άγνωστο, όπως η
Αρλέτα στο μπαρ το ναυάγιο. Αφού τα πιο πολλά τα είπανε τα βλέμματα και πλήρωσε
τα ποτά του, τράβηξε για τη Κυψέλη, σ’ ένα σπίτι που χώρεσε μια ολόκληρη πόλη.
Η πόλη είναι ήχοι κυρίως, αφού όπως προχωράς το μόνο που κοιτάς είναι τα πόδια
σου αλλά ταυτόχρονα ακούς τα πάντα. Ήχοι όπως το κλείσιμο του ταμείου στο
μπακάλικο, το καζανάκι που τρέχει, τ’ αυτοκίνητα που μαρσάρουν μπόσικα για το
λειψό τους αντριλίκι και η ομορφιά μιας γυναίκας στη σιωπή της! Ξέρει πως ο
νέος χρόνος δεν θα μοιάζει με μια μπουγάδα που αναστενάζει μαλακτικό αλλά θα
έχει την ίδια βρώμα που μαστίζει τη πόλη εδώ και κάτι δεκαετίες.
Τί
είναι η ποίηση λοιπόν;
Δεν
ξεγελιέται από αυτό το ερώτημα. Είναι ο κύριος λόγος για να βγάλεις την επόμενη
μέρα, η άδεια θαλάμη που δεν περίμενες πως θα πετύχεις σε μια στημένη ρώσικη
ρουλέτα και το φωτοστέφανο πάνω από τα κεφάλια των Πολωνών, αυτών που τους
έφτυσε η κοινωνία μπεκρήδες κι απόκληρους στο πέρασμα από τη Σκύρου. Τα
υπόλοιπα είναι για κατανάλωση από τους μπουρζουάδες κριτικούς της λογοτεχνίας
και τα κρατικά χαριεντίσματα πίσω από το προσωπείο του εναλλακτικού. Φύσει
αναρχικός, δεν χρειάζεται μια μαύρη παντιέρα ή κάποιο τσιτάτο αλλά του αρκεί η
πίστη σ’ ένα τελευταίο φιλί στα μάτια της τρέλας, ένας φίλος που του λέει «Βάστα»
κι ας είναι κάτι χιλιόμετρα που τους χωρίζουν. Ξέρει πως είναι ο καθρέφτης μιας
κοινωνίας που κρύβεται σε καλοσιδερωμένες γραβάτες με νεγκλιζέ ηθική γι αυτό
γυρίζει ανάποδα τον μαύρο άσσο του στο τραπέζι της πόκας και παίζει μπόμπα
χαρακίρι με τον εαυτό του. Η ζωή δεν συμβαίνει στα μπαρ της απόγνωσης ούτε
μετριέται με αδικοχαμένους έρωτες. Η ζωή έχει για σπίτι ένα χαρτόκουτο και μισό
λίτρο κονιάκ στη Πατησίων, σπονδή για όσους είναι αόρατοι από των υπολοίπων τα
μάτια. Η Ζωή ήταν ποίημα τελικά κι εκείνος την έκανε κορίτσι.
Ήρεμος
και μεθυσμένος πια δεν ψάχνει για το Θεό. Γνωρίζει πως τη Μεγάλη Άρκτο φόρεσε
θηλιά στο λαιμό κι αυτοκτόνησε για τον απόπατο που έφτιαξε.
Τώρα
ξέρει, και ξέρουμε, πως οι μακάριοι σκύλοι του οινοπνεύματος δεν είναι τα λόγια
κάποιου που έψαξε το Θείο, αλλά τα λόγια του Διαβόλου πάνω σε στρατσόχαρτο και
μιας πρόκας η πνιγερή σιωπή.
Αμήν!
Φωτογραφία
αγνώστου αναγνώστη του βιβλίου