Μια
χώρα που της πήραν τον τόπο, και δεν έχει που αλλού να πάει, παντού τα πάντα
ήταν πιασμένα από άλλες χώρες και δεν τη χωράει ο τόπος, ρε παιδιά.
Η ώρα
η κακιά της πόλης, η καλοκαιριάτικη η μεσημεριανή, γεμάτη απανθρωπιά, μιζέρια
και κατάθλιψη.
Ήμουνα
πληγή, στο σώμα της αλυσοδεμένης μέρας, κάθε που σουρούπωνε της έριχνα με τα
χέρια μου αλάτι.
Το
πρώτο ψόφιο λουλούδι στο μπουκέτο της Αλίκης, ποτέ μου δεν μύριζα καλά, μα τώρα
πραγματικά έχω αρχίσει και βρωμάω.
Κουκκίδα,
η πιο σκοτεινή στην άκρη της νύχτας, σκοτάδι βαθύ που το κόβεις με το μαχαίρι,
ξυράφι που στο χάραμα έκοψε το σκοτάδι, μαζί και τον λαιμό.
Ένας
άνθρωπος δίχως μνήμη, σακί αδειανό στα σκουπίδια πεταμένο, ρακοσυλλέκτες
αδιάφοροι με προσπερνούν, και μόνο ένα γατί λερό στάθηκε να γλείψει αυτό το
πράμα το θλιμμένο.
Είχα
πέσει τόσο χαμηλά και για τόσο πολύ καιρό, που μου φαινόταν σαν να πετούσα εκεί
μακριά, πάνω απ’ το πιο ψηλό βουνό, πάνω κι απ’ τον ουρανό.
Κι
εκεί στον ουρανό, τρίτη πέτρα απ’ τον ήλιο, μια πέτρα κατασπαραγμένη από
άγνωστους εισβολείς.
Ήμουνα
ένα τίποτα μέσα σε τραγούδι του Van Zandt.
Μα
τελικά… δεν ήμουνα, δεν είμαι τίποτα απ’ όλα αυτά.
Είμαι
απλά… ένας ξεχαρβαλωμένος άνθρωπος, σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο χρόνο…
saunterer / Από τη λάθος πλευρά /
εκδ. Απόπειρα