Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

ΣιΒι



«Γεννήθηκε κάποτε στην Αθήνα. Σπούδασε αισχρολογία και κακές γλώσσες. Εργάστηκε ως ball boy στο Ελ Πάσο και αργότερα συντάκτης αγγελιών στο περιοδικό Λονδίνο. Υπήρξε εκδότης του άδετου φανζίν «Χαρτοπετσέτα», συλλέκτης καπακιών παλαιών αναψυκτικών, δοκιμαστής αναπτήρων μπικ στο εργοστάσιο τσακμακίων μπικ, μανιακός αναγνώστης του καζαμία, αφισοκολλητής του Κοδησό και καθαριστής του ιστορικού μαγαζιού «Ο Έλατος». Τη δεκαετία του ’80, έζησε επί πέντε συναπτά και καθοριστικά έτη σ’ ένα σπίτι γεμάτο υγρασία που του δώρισε η αποθανούσα ενενηνταπεντάχρονη γιαγιά του. Απ’ εκεί αποκόμισε κατεστραμμένους πνεύμονες, μύκητες στα νύχια των ποδιών και διαρκείς πονοκεφάλους, γεγονότα που τον απέκλεισαν ώστε να παντρευτεί την μονόχειρα υπάλληλο μπακάλικου αλλοδαπής προελεύσεως που του έφερνε τα σαββατιάτικα ψώνια στην εξώπορτα. Αποφάσισε να πετάξει την πολύχρονη συλλογή καπακίων παλαιών αναψυκτικών στην τουαλέτα και ξεκίνησε μια νέα που σκοπός της ήταν να καλύψει το ταβάνι της κουζίνας με ποιηματάκια ημερολογίων τοίχου. Τα παράτησε στον πρώτο χρόνο μιας και οι πονοκέφαλοι μετατράπηκαν σε ιλίγγους ενώ η σιδερένια σκάλα που τον βοηθούσε στο εγχείρημα έχασε το ένα της πόδι. Οι αρχές της δεκαετίας του ’90, τον πέτυχαν να παρατάει την μέχρι τότε δουλειά του στην βιοτεχνία κατασκευής μπρούτζινων σκακιέρων και πιονιών ώστε να κινήσει την έναρξη μιας δικής του. Αγόρασε με τις οικονομίες του γνωστό κινηματογράφο στο κέντρο της πόλεως, τον μετέτρεψε σε τραινάκι του τρόμου και τον έκλεισε μετά από τρεις μήνες αφού το σύνολο εισιτηρίων που είχε κόψει από τα εγκαίνιά του μέχρι το κλείσιμό του ανερχόταν στον αριθμό των τριαντατριών ατόμων. Χρεωκοπημένος και άνεργος, δεν κατάφερε να μεταπουλήσει τον χώρο κι αμέσως συμπλήρωσε αιτήσεις ώστε να προσληφθεί στο δήμο της πόλεως ως οδοκαθαριστής. Η αλλαγή της κυβερνήσεως και το βεβαρημένο πολιτικό του παρελθόν ως αφισοκολλητής στο Κοδησό απέτρεψαν την πρόσληψή του γεγονός που τον έκανε στην πέμπτη δεκαετία ζωής του να χάσει την ψυχραιμία του για πρώτη και τελευταία φορά και να επιδοθεί σε συνεχείς ακροάσεις της μουσικής grunge. Για την εν λόγω μουσική σκηνή αργότερα έγραψε ένα δεκαπεντασέλιδο μανιφέστο – διατριβή το οποίο έστειλε σε όλα τα μουσικά περιοδικά της χώρας προς δημοσίευση και το οποίο απέρριψαν όλοι οι εκδότες λόγω του υβριστικού του λεξιλογίου. Ξαναβρήκε την ψυχραιμία του κι έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο εμφιαλώσεως μεταλλικού νερού. Οι μύκητες όμως στα νύχια των ποδιών του σε συνάρτηση με την ορθοστασία που απαιτούσε η δουλειά τον έκαναν να απολυθεί ως μη αποδοτικός, κωλυσιεργώντας την παραγωγή. Ευτυχώς, λίγο αργότερα, κατάφερε να πουλήσει σε εξευτελιστική τιμή τον εξοπλισμό απ’ το τραινάκι του τρόμου, χρήματα όμως που έφταναν και περίσσευαν ώστε να δώσουν παράταση σε κάποιους λογαριασμούς των χρεών του. Προσλαμβάνεται ως τηλεφωνητής πωλήσεων σε ανώνυμη εταιρεία και τα καταφέρνει αρκετά καλά για τουλάχιστον δύο χρόνια. Δυστυχώς η εταιρεία κλείνει διότι αποδεικνύεται «βιτρίνα» για μία άλλη εταιρεία, που λεπτομέρειες δεν υπάρχουν και ξαναμένει άνεργος. Αφοσιώνεται στην συγγραφή ενός βιβλίου με τίτλο «Αισχρολογία και κακές γλώσσες» ενώ παράλληλα βρίσκει δουλειά σε μικρή βιοτεχνία παρασκευής χαλιών στον τομέα έκδοσης τιμολογίων. Το βιβλίο του φτάνει στις πεντακόσιες δεκαεφτά σελίδες και αποτελεί τον πρώτο τόμο της δουλειάς του. Με την γέννηση του νέου αιώνα, η βιοτεχνία χαλιών μετακομίζει στην επαρχία και ο ίδιος αδυνατεί να παρατήσει την πόλη ώστε να συνεχίσει τη δουλειά του γεγονός που αποβαίνει θετικό διότι ο πατέρας του αποβιώνει και του αφήνει κληρονομιά το γραφείο εργολαβίας οικοδομών «Η Μπετονιέρα». Γραφείο που αναλαμβάνει και διαχειρίζεται πετυχημένα κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα έως ότου ξεκινήσει μια νέα δεκαετία, η κρίση χτυπήσει τη χώρα και ο χώρος των οικοδομών πάθει ολική καθίζηση. Βρίσκεται στα μέσα του δευτέρου τόμου του βιβλίου του «Αισχρολογία και κακές γλώσσες», ζει τα τελευταία δύο χρόνια με τις οικονομίες του, έχει ξεκινήσει μια καινούργια συλλογή μαζεύοντας μαγνητάκια ψυγείου κι έχει σταματήσει να υποφέρει από πονοκεφάλους και ιλίγγους».

Αξιότιμε κύριε Διευθυντά ελπίζω να μην σας κούρασα με το βιογραφικό μου μιας κι απέφυγα επιμελώς να αναφέρω λεπτομέρειες. Ελπίζω να εκτιμήσετε την εργατικότητα του βίου μου και να μου προσφέρετε μια θέση στην νεοσυσταθείσα εταιρεία σας και στον τομέα «Ζητούνται άτομα για κουζίνα» που βρήκα στην αγγελία σας.


Πίνακας Otto Wirsching
Από το The Death Dance Anno (1915)