Πιο πέρα απ’ τα μεσάνυχτα
κι απ’ τα ποτάδικα της πόλης
που ξέμειναν από ξομολόγους της υπομονής,
τις υποσχέσεις κοριτσιών
και μέσα από διαλείμματος ξεράσματα
ερασιτεχνών επίδοξων εραστών,
παραγγέλνω μια τελευταία μπύρα
κάμποση ώρα πριν ξημερώσει.
Πιο πέρα κι απ’ του σκώμματος την ευήθεια
που ζέχνει σχέσεις να πορεύουν
του μάγου νυχτοτρίφτη
με συμπαθητική βοήθεια τσιτάτων μουσικών
να ζητιανεύει κουνήματος σώμα
πριν ξεπορτίσει για ύπνο ήσυχο,
λέω το καλύτερό μου αστείο
στον μαύρο σκύλο που με καλοβολεύει.
Πιο πέρα κι από σπίτια
με τα χείλη στην εικόνα
ευχόμενα έναν καλύτερο χειμώνα
γεμάτο τερματισμένες αληταριές
και μπουχτισμένους μπελάδες
φρόνιμους κι αυτούς μπας
και ξεγελάσει την καλύτερη βραδιά,
παραπατώ χορεύοντας
μέσα από μια πλατεία
με τα ίδια παραπεταμένα παιδιά.
Πιο πέρα κι από εκεί που
δεκάρα δεν δίνω
στην απληστία που σπαταλάει την όρεξη
σαν με λογάει η μνήμη
ή τουλάχιστον προσπαθώ
ν’ ανάψω ένα τσιγάρο,
ακούω τα λόγια να σέρνουν μακριά
μ’ ένα μπαστούνι στη γωνιά
και σαν ψοφόσκυλο λιμάρικο
βλέπω να με σκοτώνουν.
Πιο πέρα απ’ την κόντρα του σώματος
σαν καθαρίζεις ξεφτιασμένα παπούτσια της χρονιάς
και σκέφτεσαι πως οι άνθρωποι που σ’ αγαπούν
θα θέλουν πάντα κάτι άλλο,
ιδρώνω χωρίς κάτι να ‘χω πετύχει.
μέσα σ’ αέρια και βήχα.
Πιο πέρα κι απ’ τα κορίτσια
που κλαίνε για ημερολόγια καμένα
με περιόδους καθοριστικούς
στα σκαλιά μιας αφρόντιστης αρχής
που μάθαινε την προσμονή
κι αγαπούσε το λευκό
σ’ ένα σχήμα πραγμάτων που ερχόταν
κι ένα διάφανο ποτό να τις δασκαλεύει,
φτάνω στου μόσχου τ’ αλκοολικού
την αφόρητη ρίμα.
Πιο πέρα κι από εκείνα αγάπη μου
που σού ‘δειχναν οι άλλοι
να μαθαίνεις
ταγμένη τ’ άγημά τους να υπομένεις
κρατάω τσιγάρα βρώμικα,
μονάχα μην ξεμένεις.