Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Σε σκαλοπάτια παρακμής...

Περιμένοντας στη γύρα να πεθάνουμε
μ' ένα φως
λαδωμένο εκεί
για να πιούμε τις ασπιρίνες
που μάλλον τις ήπιαμε
και στο πρώτο δωμάτιο που μισθώσαμε
να κόψουμε τις φλέβες μας
πριν αποφασίσουμε πως θα το κάνουμε.
Το φεγγάρι ήταν ψηλά
σαν πρώτος στίχος πάντα,
οι κατσαρόλες ανακάτευαν θανάτους
στο μάτι με τα ίδια μαχαίρια
και τα χαρτιά κιλού σε τζάμια
με αμμωνία Κυριακής
σε διαολόστελμα φυγής
απ' το λαρύγγι του απορροφητήρα.
Είναι που τ' ακορντεόν είχε ένα τάμα
να κρυφακούει από τα πιο λυπημένα ξοδέματα
και το νερό στο μέτωπο του κοριτσιού
ταγμένου να υποφέρει
ένα τελευταίο φιλί στα μάτια της τρέλας
που κοιτάει το ποτήρι απ' το τηλέφωνο
κι εκείνο το σπέρμα στο σεντόνι
κι αυτό το αίμα απ' το μπαλκόνι
ξερνάει τα λυσσακά του.
Είναι που πουλήσαμε ρούχα μέθυσου
νεκρού από γεννητούρια,
λήξαμε κλάμματα μαμάς
σε μάτι ψίχας λάδι,
λογίσαμε όνειδου σιωπή
μυρίζοντας τις φρίκες
κι απ’ του ζογκλέρ το θυμιατό
ξεκοκαλίσαμε πατέρες.
Μια λεπίδα και μία πρέζα κότσια
δεν έφτασαν ποτέ
για να περάσεις απ' τον ένα κόσμο
στον άλλο
με μία άχνα
κι ένα λευκό καρτελάκι
στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού σου ποδιού.

Σου λέω
πρόσεχε κορίτσι...



αφιερωμένο στο κορίτσι του βορρά...