"Μου λύπης"
τό 'γραψε λάθος κάποιος σ' ένα τοίχο στην επαρχία.
"Όσο μακριά κι αν είσαι εγώ Σ' αγαπάω"
έγραψε κάποιος άλλος δυο τετράγωνα πιο κάτω απ' το σπίτι
και πάλι σ' ένα τοίχο γηπέδου αυτοκτονίας.
Νυχτερίδες εντελώς
στρόου ντογκς
άπλυτα κόκκινα πιάτα
και βρόχα του Ζαμπέτα.
Αυτο δεν τό 'γραψε κανένας
εγώ το γράφω
στη μαξιλαροθήκη που ρούφηξε την τρέλα σου
ανοίγοντας τα σκέλια της νύχτας στα δύο.
Πάνω απ' όλα υπάρχει ο Θεός
η καλύτερη δικαιολογία
που μπορεί να βρεί το ανθρώπινο είδος
και για τον Έρωτα υπάρχουν τα τραγούδια
για να μαζεύουν πτώματα
που λείπουν χωρίς ύψιλον
μεταμεσονύχτιων σπρέι.
Μάλλον ξέρεις τι εννοώ
σαν το παντελόνι κατεβαίνει αργά
τα μάτια σου κοιτάνε χαμηλά
και θες μόνο να ρημάξεις μπας και ηρεμήσεις.
Γιατί ο έρωτας δεν θα είναι ποτέ όπως τον φαντάζεσαι
δεν παίζει βιολί
βρωμίζει δάχτυλο στο τασάκι
σκοτώνει ζώα σε παραθύρι
παλεύει μάτι για να δει
χύνει βρακί ιδρωμένο από κάτουρο ζεστό
κι ενώνει σάρκες παρακμής
που δεν τις νοιάζει τίποτε άλλο
παρά μονάχα το φευγιό
που λύνει αδιάφορα το σώμα
γκεμιάζοντας το επόμενο
για να πηδήξει
κάποιο άλλο.
Κάρβουνο: Έφη Ζελιαναίου