Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Όμορφα είναι


Πούλησα την ψυχή μου στον έρωτα,

γινάτωσα τη φλέβα στο ποτό,

ξεχαρμάνιασα την απώλεια στη κουζίνα

κι ο χειμώνας έπαιρνε τη δόση μου

κάθε που αγόραζα κρασί απ’ το μπακάλη.

Γι’ αυτό όλα τα βαγόνια

μυρίζουν τάφο,

σκουριασμένο ξυράφι

και λάδι προσάναμμα στη τρέλα.

Η σάρκα κρέμεται σταχτιά,

τα κογιότ της ασφάλτου

βασιλεύουν φεγγαράματα

και το κορμί ξεστρατίζει

όλο και κάθε τι

πριν η φλόγα μπλαβίσει.

Η πόλη σέρνει καύκαλα,

γυρνοβολάει οκάδες από νεύρα

κι όταν ψάχνω τις τσέπες του ιδρώτα

βρίσκω μονάχα ένα κιτρινισμένο δάχτυλο,

δράμι της μέρας

που τυμπανίζει την οργή

που ξεφλουδίζει τις χρονιές

και ράβει τον αέρα.

Δεν έχω τίποτα πια

γιατί είμαι μεθυσμένος

και ήρεμος.

Οι νύχτες δεν γυρνάνε,

το κερί με περιμένει

να σβήσω,

όλα πανε καλά

και σκέφτομαι

μόνο

κάτι από μέταλλο

να με μαζεύει...

...όμορφα είναι.