Παρακάτω τα ποιήματα των αγοριών και κοριτσιών που διάβασα καθώς τελείωσε ο διάβολος με τα στρατσόχαρτά του...
Τρίτη 18 Μαΐου 2010
Τα τιμαλφή της Πάτρας
Ν΄ αντιφεγγίζουν στα ποτήρια και στα μπουκάλια, στα γράμματα και στα χαρτιά, να μην ντρέπονται να σε κοιτάξουν, να σου λένε τα πάντα όπως θα τα έλεγαν για τελευταία φορά και να σε πιάνουν απ’ το χέρι, να σου αγγίζουν το μάγουλο, να γελάνε με όλη την ψυχή τους και να θέλουν να στα πούνε όλα κι εσύ να θες να ακούσεις τα πάντα καθώς πίνεις άλλο ένα μαζί τους καθώς θες να πιεις όλα τα ποτά του κόσμου μαζί τους γιατί φαίνεται να τους ξέρεις από χρόνια και νά σου κάθε που σουρουπώνει η ανηφόρα της Γεροκωστοπούλου με τα φαρδιά σκαλιά της μπροστά σου. Ανεβαίνοντάς την μ’ αγωνία να δεις την Άννα με τον λαιμό παγονιού να σε κοιτάζει αφοπλιστικά βγάζοντας την γλώσσα της καθώς πάει να παραγγείλει ποτό πιάνοντάς σε απ’ το χέρι να μην τρομάξεις όταν ξεκινά η βραδιά, καθώς παραδίπλα της η Έλενα σε ψαρώνει με το βλέμμα της απαγγέλλοντας καλύτερα απ’ τον καθένα ένα ποίημα που δεν έχει σημασία ποιο είναι και σιμά της ο Νίκος με το χαμηλωμένο πρόσωπο γεμάτο γενναιότητα κι ανάγκη για έρωτα καθώς λατρεύει όλα τα παράθυρα του κόσμου κι όλους τους τρελούς και πεινασμένους, και ύστερα η Αννούλα που όταν σε γνωρίζει σε καρφώνει στα μάτια κι αρχίζει να κατεβάζει ποιήματα απ’ έξω δίχως να πάρει ούτε μια ουγκιά τα μάτια της από πάνω σου, δίχως καμιά ανάσα παρά μονάχα μια μικρή παύση για να ξεκάνει το επόμενο ποίημα κι από κοντά κι ο Θωμάς με την τραγιάσκα του και το επαναστατικό του μαντήλι που βρωμοκοπάει έρωτα επανάσταση και μεθυσμένη λεμονάδα λουξ, να στέκεται το χνώτο του δίπλα στο δικό μου και σαν λεπρό ντουέτο χορωδίας να απαγγέλλουμε μαζί ένα σιχτιριασμένο δικό του ποίημα για την ποίηση βρίζοντας ο ένας τον άλλον κάθε που συναντιόμαστε στην μπάρα, όταν εκεί κοντά μας βρισκόταν ο ευγενής γίγαντας του ξημερώματος, ο Τάσος, με χιλιάδες ερωτικά ποιήματα στο κεφάλι του και πάντα έτοιμος να αντιμετωπίσει την αυγή με το λευκό του πουκάμισο φορεμένο γιορτινά κι αύπνωτα. Όλοι μαζί ποτισμένοι καντάρια αλκοόλ στο πιο ροκι ρακούν του κόσμου με τον ιδιοκτήτη του, τον Τάκη με τα ευτυχισμένα μάτια και το μικρόφωνο πάντα ανοιχτό να μας πετάει στιχάκια στη μούρη όταν κάποιοι σερνόντουσαν για ύπνο και άλλοι για ξεπαραδιασμό στου αλκοόλ τον επιούσιο χαμό σαν πως οι ερωτευμένοι ήσαν μακάριοι του οινοπνεύματος. Κάπου εκεί Σαββάτο ξημερώματα ο Μάνος Χατζιδάκης μας βάφτιζε ξανά με τον Μεγάλο Ερωτικό του, τα δάκρυα πότιζαν φιλίες ανείπωτες κι όλος ο υπόλοιπος κόσμος σου φαινόταν πως δεν υπήρχε αν δεν ξεμύταγες προς τα έξω. Κύριοι και κυρίες, κορίτσια κι αγόρια αυτή την νύχτα πίνω μόνος μου χωρίς εσάς, και μου λείπετε ρε τομάρια, χωρίς εξυπνακίστικα κείμενα και χωρίς δήθεν ποιήματα, απλά μου λείπετε. Στην υγειά σας και σας ευχαριστώ για όλα....Cheers!