Ξεχνάω
και θέλω να πω
«Η νύχτα ήταν σκληρή
σαν τον κώλο μιας σιδερένιας γριάς
που δεν γύρισε απ’ την ασημένια νύχτα».
Αλλά
γιατί να το πω
μιας και η σιδερένια νύχτα
είχε τον κώλο μιας ασημένιας γριάς.
Γιατί
έτσι κι αλλιώς
βλέπω αυτή την φορά.
Ο ένας γράφει έτσι
κι ο άλλος γράφει αλλιώς
κανένας όμως δεν γράφει σαν την πουτάνα της γειτονιάς
ράβοντας άγρια φορέματα με αίμα περιόδου
λίγο πριν τις τρεις το ξημέρωμα.
Ας είναι όμως
κάπως έτσι δεν είναι;
Με τον ανεμοδαρμένο κώλο ενός μεταφραστή
κοσμογυρισμένου
και φωτογραφημένου
που κοιμάται απ’ τις τέσσερις πριν το ξημέρωμα
όταν καμιά γυναίκα δεν ρολάρει
και μιλάει
και λέει
μια μπαγαποντιά εξυπνάδες
καθώς το φεγγάρι του σκουπίζει τον κώλο
με τις αποταμιεύσεις ενός βιβλίου
που αυτοί του είπαν
πως το μπλε δεν είναι νύχτα
το σάλιο δεν παίζει με τα γέλια
και ο στίχος
δεν έχει πλάκα στην ομοιοκαταληξία;
Ας είναι.
Για τα καφενεία θα φτύσω τα χέρια μου.
Θα ξεχάσω την υπέροχη όμορφη στιχομυθία
θα κατουρήσω πριν παραγγείλω το επόμενο
σε σωλήνα ποτήρι
και ύστερα
πριν ζαλιστώ
και πριν ποδοπατήσω
θα το παίξω αστέρας ποιητής
που ξέρει πολλά περισσότερα
απ’ τη βρώμα του χαρτονομίσματος
που ζέχνει
σε μια πανέμορφη
κιτρινιάρα
κι ετοιμοπόλεμη
κωλότσεπη
Ας είναι
ποτέ δεν θα μάθω να
φέρομαι σαν λόρδος.