Η
αλήθεια είναι
πως
δεν είχα πατρίδα.
Ένα
πουθενά
και πάλι πουθενά
ερχόταν
σαν επικήρυξη
μ’
έναν τρόφιμο του τίποτα
που
γρήγορα
μα
καθόλου σταδιακά
ανέπτυσσε
την αίσθηση του χιούμορ
μαζεύοντας
κηδειόσημα
έξω
από γήπεδα
και
αντάμα σε σκοπιές.
Η
αλήθεια ήταν
πως
σε κάθε μέρα που περνούσε
γύρευα
την αποχαύνωση
το
ατελείωτο
και
τελεσφόρο
δικαίωμα
στη
τεμπελιά
του
Πωλ Λαφάργκ
διαβάζοντας
ανθολογίες
αυτοανθολοηγούμενων
μετρώντας
ποιητικές
κάσες
υπογείων
απεταξάμην
την
φύση
την
ασύμφορη
και
λειτουργώντας
του
σκώμματος
συνθήματα
με
το στανιό
και
το τσιγκέλι
στου
καύκαλου τον ύπνο.
Λεπείδα
στον κόσμο
τα
νύχια από γουρούνι
θα
ξεκινάει η άλλη
η
στροφή.